Το Εθνικό Σύστημα Υγείας αποτελεί την πιο σημαντική μεταρρύθμιση της μεταπολίτευσης γιατί ήταν σχεδόν καθολική απαίτηση της κοινωνίας η δημιουργία ενός δημόσιου συστήματος υγείας, υπήρχε πολιτική βούληση, εξασφαλίστηκε επαρκής χρηματοδότηση και ικανοποιητικά κίνητρα και υποστηρίχθηκε από μεγάλο μέρος του ιατρικού σώματος. Ο αρχικός σχεδιασμός του ΕΣΥ έδωσε έμφαση αποκλειστικά στην πλευρά της προσφοράς και αγνόησε πλήρως την ενδεχόμενη επίδραση της ζήτησης. Με τη πάροδο των χρόνων, το ΕΣΥ, σήμερα, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τις αυξημένες ανάγκες και τις σύγχρονες προκλήσεις, λόγω των προβλημάτων υποχρηματοδότησης, υποστελέχωσης, καθώς και λόγω της ανορθολογικής κατανομής των υφιστάμενων υλικών και ανθρώπινων πόρων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία και διεύρυνση των ανισοτήτων και των ανικανοποίητων υγειονομικών αναγκών.
Η παραπάνω εδραιωμένη συνθήκη, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, επιβεβαιώνεται και από επιμέρους δείκτες σύμφωνα με τους οποίους, η Ελλάδα είναι 3η χώρα σε ιδιωτικές δαπάνες υγείας μετά τη Λιθουανία και τη Βουλγαρία, είναι η 1η χώρα σε ανεκπλήρωτες δαπάνες υγείας του ασθενή, για κάθε 100 ευρώ που ξοδεύονται τα 40 προέρχονται από την τσέπη του ασθενή, ενώ 1 στους 5 Έλληνες δεν λαμβάνει κάποια υπηρεσία υγείας για οικονομικούς λόγους.
Στην Ελλάδα του 2023, μεγάλο μέρος των αναγκών υγείας του πληθυσμού παραμένει ακάλυπτο, τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και σε ειδικές ομάδες ασθενών, ενώ σχετικές μελέτες διαπιστώνουν σημαντικά εμπόδια στην πρόσβαση στο σύστημα υγείας, καθώς και μεγάλες ελλείψεις στις αναγκαίες υποδομές και υπηρεσίες. Η ανταπόκριση των υπηρεσιών υγείας στις προσδοκίες των πολιτών είναι χαμηλή με αποτέλεσμα η χώρα να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά ικανοποίησης από τις παρεχόμενες φροντίδες στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η οικονομική επιβάρυνση των πολιτών για υπηρεσίες υγείας παραμένει πολύ υψηλή καθώς οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές και παραπληρωμές συνεχίζουν να αποτελούν τη μεγαλύτερη πηγή χρηματοδότησης των υπηρεσιών υγείας. Οι υπέρογκες δαπάνες υγείας πλήττουν κυρίως τα νοικοκυριά με τα χαμηλά εισοδήματα.
Σύμφωνα, μάλιστα, με την έκθεση State of Health in the EU, που δημοσιεύτηκε το 2021 από τον OECD oι κατά κεφαλήν δαπάνες για την υγεία στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ. Το ποσό αυτό αντιστοιχεί στο 7,8 % του ΑΕΠ, σε σύγκριση με 9,9 % στην ΕΕ το 2019. Λίγο λιγότερο από το 60 % των δαπανών για την υγεία στην Ελλάδα είναι δημόσιες δαπάνες, ενώ ένα πολύ μεγάλο ποσοστό (35 %) καταβάλλεται απευθείας από τα νοικοκυριά, κυρίως με τη μορφή συμμετοχής για φάρμακα και άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες που δεν περιλαμβάνονται στη δέσμη παροχών.
Με αφορμή τον σημερινό εορτασμό της Παγκόσμιας Ημέρας Υγείας, μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση και την πανδημία, ο πολίτης παρατηρεί ότι αντί η κυβέρνηση να ενισχύσει το ΕΣΥ και την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, να δώσει κίνητρα για την αρτιότερη στελέχωσή του αλλά και να κατευθύνει γενναίους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης στην Υγεία ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, επιλέγει να ψηφίζει ένα νομοσχέδιο που αποδιαρθρώνει πλήρως το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ένα νομοσχέδιο που καταργεί την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των νοσοκομειακών γιατρών και μετατρέπει ένα δημόσιο και κοινωνικό αγαθό σε αντικείμενο της ιδιωτικής αγοράς, την ώρα που μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον ανατιμήσεων και πληθωρισμού οι Έλληνες πολίτες καταβάλλουν τις τρίτες υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες για την υγεία πανευρωπαϊκά, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία και τη Λιθουανία .
Για το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής θα είναι πρώτη προτεραιότητα η ενίσχυση του ΕΣΥ. Ένα ΕΣΥ όπως αρμόζει στην ιστορία, στην ταυτότητα της παράταξης μας. Που το οραματίστηκε και το έκανε πράξη. Γιατί πάνω από όλα είναι ο άνθρωπος, οι αξίες, οι αρχές και οι ιδέες μας.