Ψηφιακό πελατολόγιο ετοιμάζεται να επιβάλει η Εφορία σε γιατρούς, δικηγόρους και άλλους επαγγελματίες με στόχο να παγιδεύσει διαδρομές μαύρου χρήματος. Το νέο εργαλείο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) που μπαίνει σε εφαρμογή το φθινόπωρο αποτελεί, ουσιαστικά, μια σύγχρονη ψηφιακή έκδοση των πρόσθετων βιβλίων που τηρούσαν μέχρι το 2012 οι εν λόγω επαγγελματικές κατηγορίες.
Τα πρόσθετα βιβλία σε χειρόγραφη μορφή ήταν υποχρεωτικά αρκετές δεκαετίες σε πολλούς επαγγελματικούς κλάδους, δηλαδή από γιατρούς, οδοντιάτρους, εκμεταλλευτές χώρων διαμονής ή φιλοξενίας μέχρι εκπαιδευτήρια, κλινικές, θεραπευτήρια, κέντρα αισθητικής, γυμναστήρια, συνεργεία κ.λπ. Σε αυτά καταγράφονταν όλοι όσοι εισέρχονταν στην επαγγελματική εγκατάσταση και με την αναγραφή ενός πελάτη γινόταν εμμέσως πιεστική και η έκδοση απόδειξης παροχής υπηρεσιών.
Με την καθιέρωση του νέου Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών καταργήθηκε ο Κώδικας Βιβλίων και Στοιχείων και στο πλαίσιο της απλοποίησης καταργήθηκαν και τα πρόσθετα βιβλία. Ωστόσο, όπως υποστηρίζουν υπηρεσιακοί παράγοντες αλλά και υψηλόβαθμα στελέχη της ΑΑΔΕ, η μη ύπαρξη βιβλίου πελατών αποτέλεσε μια διευκόλυνση για όσους δεν εκδίδουν αποδείξεις αποκρύπτοντας πραγματικά εισοδήματα.
Έτσι, λοιπόν, η υποχρέωση για τα πρόσθετα βιβλία επανέρχεται. Οι επαγγελματίες, που θα καθοριστούν με ειδική απόφαση, θα πρέπει να τηρούν ψηφιακό πελατολόγιο ώστε να είναι διαθέσιμο στον έλεγχο και να συγκρίνεται με τα δηλωθέντα εισοδήματα. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα λογιστικό πρόγραμμα που θα είναι ανοικτό κατά τη διάρκεια λειτουργίας της επαγγελματικής εγκατάστασης και θα είναι διασυνδεδεμένο με το Τaxis προκειμένου να μην μπορεί να παραβιαστεί και να αλλοιωθούν τα δεδομένα. Με αυτόν τον τρόπο θα καταχωρείται ο αριθμός των πελατών κάθε επαγγελματία και θα συγκρίνεται με τον αριθμό των αποδείξεων παροχής υπηρεσιών που θα εκδίδεται και θα περνάει στο MyData. Εφόσον διαπιστώνεται ότι σε μια επαγγελματική εγκατάσταση δηλώνεται περιορισμένος αριθμός πελατών, τότε αυτό θα αποτελεί κριτήριο για την πραγματοποίηση επιτόπιου ελέγχου.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενοι βρίσκονται στο στόχαστρο της Εφορίας, καθώς ήταν οι κερδισμένοι της φορολογικής κλίμακας που θεσμοθετήθηκε το 2019, αλλά και γενικότερα των ρυθμίσεων που ίσχυσαν τα τελευταία χρόνια. Για τον λόγο αυτό στοχοποιούνται πολλές φορές ως ύποπτοι φοροδιαφυγής, καθώς σε πολλές περιπτώσεις τα δηλωθέντα εισοδήματα δεν είχαν αύξηση ανάλογη των διευκολύνσεων. Στην ΑΑΔΕ έχει σημάνει συναγερμός μετά την επεξεργασία των στοιχείων για τα εισοδήματα του 2022 (αποκτήθηκαν το 2021), σύμφωνα με την οποία έξι στους δέκα εμφανίζονται στην Εφορία με εισοδήματα που δεν υπερβαίνουν τις 10.000 ευρώ.
Ο μεγαλύτερος προβληματισμός αφορά τους ελεύθερους επαγγελματίες που δηλώνουν χαμηλά καθαρά κέρδη, με αποτέλεσμα ο φόρος που πληρώνουν να είναι εξαιρετικά μικρός. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες δήλωσαν το προηγούμενο έτος συνολικό φορολογητέο εισόδημα 4,3 δισ. ευρώ όταν ο τζίρος τους είναι σχεδόν δεκαπλάσιος. Αλλωστε και η Κομισιόν έχει διαπιστώσει ότι το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες εκδίδουν κατά το δοκούν αποδείξεις για τις πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών και μόνο αν πιεστούν από τον πελάτη.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που στο τραπέζι του νέου οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης βρίσκεται σχέδιο με παρεμβάσεις που θα στοχεύουν στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης και στον περιορισμό της φοροδιαφυγής από αδήλωτα εισοδήματα και ΦΠΑ. Στο στόχαστρο θα βρεθούν οι δαπάνες των ελεύθερων επαγγελματιών οι οποίες εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά τους, περιορίζοντας τα φορολογητέα κέρδη και κατά συνέπεια τη φορολογική τους επιβάρυνση.
Για τον καλύτερο έλεγχο των δαπανών σχεδιάζεται να αναγνωρίζονται μόνο οι δαπάνες που περνούν μέσα από τα ηλεκτρονικά βιβλία MyData. Ταυτοχρόνως εξετάζεται να γίνει υποχρεωτική η χρήση της ηλεκτρονικής τιμολόγησης, η οποία θα συνοδεύεται με κίνητρα για τις επιχειρήσεις, ενώ έρχονται το ψηφιακό δελτίο αποστολής και το ψηφιακό πελατολόγιο για γιατρούς, δικηγόρους και άλλες επαγγελματικές ομάδες.
Αλλαγές θα υπάρξουν και στους συντελεστές φορολόγησης, καθώς σήμερα για τα πρώτα 10.000 ευρώ του εισοδήματος ισχύει συντελεστής 9%, που οδηγεί σε μείωση του φόρου εισοδήματος της τάξης των 1.300 ευρώ.