Πρωταθλήτρια στο ρυθμό επιβράδυνσης της αύξησης του προσδόκιμου ζωής αναδεικνύεται η Ελλάδα τα τελευταία 25 χρόνια σε επίπεδο Ε.Ε. “Ο μέσος όρος ζωής σε όλες τις χώρες, δεν αυξάνεται με την ίδια ταχύτητα με την οποία αυξανόταν τις δεκαετίες από το ’60 έως το ’90. Επομένως αυξάνεται παντού σε όλες τις χώρες με μικρότερη ταχύτητα. Στη χώρα μας αυξάνεται με πολύ μικρότερη ταχύτητα, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχει ένα θέμα με το σύστημα υγείας. Άλλωστε, η υγεία των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω, χαρακτηρίζεται προβληματική” εξήγησε στην Τηλεόραση CRETA o Καθηγητής Δημογραφίας κι Ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Βύρων Κοτζαμάνης, o οποίος είναι επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού προγράμματος “Δημογραφικά Προτάγματα στην Έρευνα και Πρακτική στην Ελλάδα”.
Αξίζει να σημειωθεί ότι βάσει στοιχείων της Eurostat, κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το προσδόκιμο ζωής στην Ε.Ε. αυξήθηκε με σχετικά σταθερό ρυθμό μέχρι το 2019, όταν το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση ήταν 81,3 έτη. Το 2020 και το 2021, χρονιές κατά τις οποίες άφησε το αποτύπωμά της η πανδημία, καταγράφηκε μείωση του προσδόκιμου ζωής. Ειδικότερα, σε επίπεδο Ε.Ε. το 2021 το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε στα 80.1 έτη, 82,9 για τις γυναίκες, 77,2 για τους άνδρες.
“Το ότι το σύστημα υγείας μας έχει πρόβλημα φάνηκε κι εν μέσω του κορωνοϊού. Σε όλες τις χώρες λόγω πανδημίας μειώθηκε το προσδόκιμο ζωής, αλλά στη χώρα μας μειώθηκε περισσότερο από το μέσο όρο της Ε.Ε.” σχολίασε ο κ. Κοτζαμάνης.
Στον αντίποδα, στην Κρήτη το 2021 σύμφωνα με τη Eurostat το προσδόκιμο ζωής ήταν μεγαλύτερο του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, δηλαδή 79.1 έτη για τους άνδρες και 84.3 έτη για τις γυναίκες.
Ο κ. Κοτζαμάνης, τονίζει πως ακόμη κι όταν σταματήσει η υπερβάλλουσα θνησιμότητα λόγω κορωνοϊού, η “ζυγαριά” δε θα πάψει να γέρνει υπέρ των θανάτων έναντι των γεννήσεων.
“Ελπίζουμε ότι το 2023 αυτή η υπερβάλλουσα θνησιμότητα θα τελειώσει, αλλά και να τελειώσει η ζυγαριά θα παραμείνει αρνητική γύρω στις 55.000. Δηλαδή, από δω και πέρα θα έχουμε περίπου 45.000-55.000 περισσότερους θανάτους από γεννήσεις μέχρι το 2050. Επίσης, τα άτομα που είναι σε αναπαραγωγική ηλικία θα μειωθούν κατά 350.000 ανάμεσα στο 2023 και το 2050, λαμβάνοντας υπόψη τη φυγή των νέων, αλλά και τις περιορισμένες γεννήσεις που έγιναν τις δεκαετίες του ’90 και του 2.000. Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη την έντονη αστικοποίηση και την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού μας σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας (άμεση συνέπεια της εσωτερικής μετανάστευσης, απόρροια του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης). 1 στους 2 κατοίκους είναι συγκεντρωμένοι στο 4% της επιφάνειας της χώρας, με αποτέλεσμα σε περιοχές της περιφέρειας να είναι αδύνατο να αναστραφεί η υπεροχή των θανάτων έναντι των γεννήσεων. Πρόκειται για τάσεις οι οποίες έχουν συσσωρευτεί εδώ και δεκαετίες κι είναι δύσκολα αναστρέψιμες.”
Όπως πιο αναλυτικά εξηγείται στο 46ο Τεύχος των Δημογραφικών Νέων του Εργαστηρίου Δημογραφικών και Κοινωνικών Αναλύσεων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, “εάν ο πληθυσμός μας μειωθεί από μερικές εκατοντάδες χιλ. έως περισσότερο από 1,5 εκατομ. έως το 2050 (από 5 % έως 10%, αναλόγως κυρίως του μεταναστευτικού ισοζυγίου) με το 1/3 να είναι 65 ετών και άνω, τα ποσοστά μείωσης θα είναι πολύ υψηλότερα σε ένα μεγάλο τμήμα του ύπαιθρου χώρου της ηπειρωτικής Ελλάδας από αυτά των μητροπολιτικών περιοχών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς και των άλλων μεγάλων αστικών κέντρων (και, προφανώς, και από αυτά του βορείου τμήματος της Κρήτης και των νησιών του Νοτίου Αιγαίου). Αυτό θα οδηγήσει, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα, στην περαιτέρω πληθυσμιακή συρρίκνωση ενός μεγάλου τμήματος της επικράτειας και στην επιτάχυνση της γήρανσής του (σε ποσοστά δηλ. ηλικιωμένων πολύ υψηλότερα του μέσου εθνικού όρου).”