Οι ευρωπαϊκές εκλογές του περασμένου Μαΐου, χαρακτηρίστηκαν στην χώρα μας, για άλλη μια φορά, από την επικράτηση στην δημόσια συζήτηση, μιας περιοριστικής σε ζητήματα εσωτερικής πολιτικής ατζέντα.
Οι ευρωπαϊκές εκλογές διανύουν μια 10ετία από τότε που παραμονές των εκλογών του 2009, τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα, όντας σε υβριδική κατάσταση ακόμα, σε συνέχεια της πρόβλεψης της Συνθήκης της Λισαβόνας, κλήθηκαν να ορίσουν διαφορετικές υποψηφιότητες για το κορυφαίο αξίωμα της θέσης του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Από το πρώτο εκείνο βήμα για την ενίσχυση της πολιτικοποίησης, όχι μόνον του νοήματος των ευρωπαϊκών εκλογών, αλλά συνολικά της διάστασης της ευρωπαϊκής ενοποίησης, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν διαμορφώθηκαν εκείνες οι συνθήκες ανάπτυξης ενός δημόσιου λόγου πάνω στα ζητήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η Ελλάδα εδώ και τέσσερις 10ετίες αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ευρωπαϊκού ενοποιητικού σχεδίου, συμβάλλοντας και συν διαμορφώνοντας τις κοινοτικές εξελίξεις. Με την ένταξη μας το 1979 στην ΕΟΚ, προσδιορίσθηκε μια νέα πολιτική, οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, βασιζόμενη σε ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αποδεχθήκαμε την θέση, ότι το κοινοτικό θεσμικό σύστημα συναποφασίζει και είναι υπεύθυνο για το σύνολο των πολιτικών και των οδηγιών που αποτελούν το κοινοτικό δίκαιο, υπερισχύοντας του εθνικού δικαίου των κρατών-μελών.
Οι πολιτικές δυνάμεις που τάχθηκαν εξ’ αρχής υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής, αλλά και αυτές που στην πορεία προστέθηκαν, αποδέχθηκαν ότι η Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά, η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η Οικονομική και Νομισματική Ένωση, διαμορφώνουν κοινούς κανόνες, δεσμεύσεις και υποχρεώσεις για τα κράτη-μέλη, ενισχύοντας τις κοινές ευρωπαϊκές διεκδικήσεις.
Ενώ λοιπόν η χώρα προσεγγίζει τον μεταπολιτευτικό βίο, με μια σταθερή διακομματική συναίνεση την ευρωπαϊκή της πορεία, παρατηρείται ένα υπαρκτό έλλειμμα στην δημόσια συζήτηση από τα φιλοευρωπαϊκά κόμματα και τους πολιτικούς, ένα δημοκρατικό έλλειμμα προς την Κοινωνία.
Το περιεχόμενο της Κοινοτικής Ευρώπης, οι Συνθήκες, οι Οδηγίες και οι Κανονισμοί, οι εκλογές για την ανάδειξη των βουλευτών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η σύνθεση υπερεθνικότητας και διακυβερνητικότητας, ζητήματα που απαιτούν έναν διαρκή δημόσιο διάλογο για την εθνική πραγματικότητα μέσα στην Κοινοτική Ευρώπη, εμφανίζουν ένα ελλειμματικό πρόσημο. Και αυτό δεν χαρακτηρίζει μόνον το κεντρικό πολιτικό σύστημα, αλλά σε μεγάλο βαθμό και τις τοπικές και περιφερειακές ενότητες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εκπροσώπηση τους στην Επιτροπή των Περιφερειών, δεν γίνεται με όρους διαφάνειας και ενίσχυσης της τοπικής δημοκρατίας, αλλά μέσα σε διαδικασίες ενός κλειστού συστήματος εξουσίας.
Θέλοντας να αλλάξουμε την χώρα, να εισάγουμε μια νέα πραγματικότητα, με το εθνικό και περιφερειακό στοιχείο να είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, το πολιτικό σύστημα, πρέπει να διαμορφώσει έναν δημιουργικό, αναλυτικό και παρεμβατικό δημόσιο λόγο.