Η Ελλάδα από τη δεκαετία του 1980 ακολούθησε τον δρόμο της αποβιομηχάνισης, με δραματικές συνέπειες για την παραγωγική της βάση.
Ενδεικτικά, το μερίδιο της μεταποίησης στο ΑΕΠ μειώθηκε από περίπου 17% το 1980 σε λιγότερο από 9% σήμερα, ενώ η συμβολή της βιομηχανίας στην απασχόληση συρρικνώθηκε κατά δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Παράλληλα, η αύξηση των εισαγωγών ενίσχυσε το εμπορικό έλλειμμα, το οποίο ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ το 2023, με μεγάλο μέρος του να αφορά βασικά βιομηχανικά και τεχνολογικά προϊόντα.
Η απουσία παραγωγικής βάσης καθιστά την οικονομία ευάλωτη σε εξωγενείς κρίσεις, όπως χαρακτηριστικά έγινε κατά την οικονομική κρίση της δεκαετίας του 2010, αυξάνει το εμπορικό έλλειμμα και περιορίζει τη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας.
Η είσοδος στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) το 2001 συνοδεύτηκε από την απώλεια νομισματικής κυριαρχίας —δεν υπήρχε πια η δυνατότητα προσαρμογής της ισοτιμίας ή της επιτοκιακής πολιτικής στις ανάγκες της εγχώριας παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν η περαιτέρω ενίσχυση ενός μοντέλου ανάπτυξης που βασιζόταν στον δανεισμό, την κατανάλωση και τις εισαγωγές.
Ωστόσο, οι παγκόσμιες εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος δημιουργούν ένα παράθυρο ευκαιρίας. Η πολιτική των εμπορικών δασμών που εφάρμοσε η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ, το φαινόμενο reshoring (επιστροφή της παραγωγής στις μητροπόλεις), καθώς και η αστάθεια των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού λόγω πανδημίας και πολέμων, υποχρεώνουν πολλές χώρες να επανεξετάσουν τον βαθμό της παραγωγικής τους εξάρτησης. Αυτό που φαινόταν κάποτε οικονομικά “αποδοτικό”, σήμερα αποδεικνύεται συχνά επισφαλές.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε προνομιακή θέση για να αξιοποιήσει αυτή τη συγκυρία. Διαθέτει ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής κατάρτισης, γεωστρατηγική θέση που διευκολύνει την πρόσβαση σε τρεις ηπείρους, και εμπειρία σε κρίσιμους κλάδους όπως η ναυπηγοεπισκευή, η φαρμακοβιομηχανία, η αγροδιατροφή και η πράσινη ενέργεια.
Η δικαιολογία που παλαιότερα υφίστατο, της περιορισμένης εσωτερικής αγοράς, δεν αποτελεί δικαιολογία, βλέποντας την πορεία αντίστοιχων χωρών όπως η Σουηδία ή το Ισραήλ με ισχυρή βιομηχανική παραγωγή και ανάπτυξη σε τομείς υψηλής τεχνολογίας.
Επιπλέον, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας —περίπου 30 δισ. ευρώ μέχρι το 2026— προσφέρουν μια ιστορική ευκαιρία επενδύσεων στην παραγωγή, στην τεχνολογία και στην καινοτομία.
Το στοίχημα δεν είναι απλό. Απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό, συντονισμό πολιτικών, σταθερό φορολογικό πλαίσιο και υποδομές που να υποστηρίζουν μια βιομηχανία ανταγωνιστική σε διεθνές επίπεδο. Πάνω απ’ όλα, απαιτεί αλλαγή νοοτροπίας: από μια οικονομία “υπηρεσιών” και περιστασιακής ανάπτυξης, σε μια οικονομία με βάθος, διάρκεια και εξαγώγιμη παραγωγή.
Χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Τσεχία έχουν ήδη κινηθεί δυναμικά προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ελλάδα δεν έχει περιθώριο να χάσει άλλο χρόνο.
Η επιστροφή στην παραγωγή δεν είναι απλώς μια τεχνοκρατική πρόταση· είναι ένα σχέδιο εθνικής ανασυγκρότησης. Αν δεν το τολμήσουμε τώρα, πότε;