Αύξησε ο ΟΠΕΚ τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, επικαλούμενος την ανάπτυξη που καθοδηγείται από την Ινδία, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή καθώς και τη στροφή με πιο αργούς ρυθμούς προς τα ηλεκτρικά οχήματα και τα καθαρότερα καύσιμα. Την αισιοδοξία του όμως δεν την συμμερίζονται όλοι, κυρίως ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA), μια αντιπαράθεση ανάμεσα στους δύο οργανισμούς που οξύνεται τα τελευταία χρόνια.
Στις Παγκόσμιες Προοπτικές Πετρελαίου 2024 ο ΟΠΕΚ προβλέπει ισχυρή αύξηση της ζήτησης ενέργειας κατά 24% παγκοσμίως από σήμερα έως το 2050. Προβλέπει επίσης «ισχυρή μεσοπρόθεσμη αύξηση» της ζήτησης πετρελαίου που θα φθάσει τα 112,3 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως το 2029, μια αύξηση 10,1 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως σε σύγκριση με το 2023.
Η διαφωνία ΟΠΕΚ και IEA
Ωστόσο με τις εκτιμήσεις τους δεν συμφωνούν πολλοί αναλυτές της αγοράς ενέργειας, όπως η BP αλλά και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA).
Ο ΔΟΕ, που ιδρύθηκε πριν από 50 χρόνια ως ο ενεργειακός παρατηρητής του βιομηχανικού κόσμου, έχει μετατοπίσει την εστίασή του στην ασφάλεια του εφοδιασμού με πετρέλαιο και φυσικό αέριο, ώστε να υπερασπιστεί τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και τη δράση για το κλίμα. Για ορισμένα μέλη του ΟΠΕΚ, αυτό υπονομεύει το ρόλο του ως ανεξάρτητη και αμερόληπτη αρχή.
Ο οργανισμός που εδρεύει στο Παρίσι βλέπει ότι η ζήτηση στην πραγματικότητα θα εξομαλυνθεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας σε περίπου 106 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως, σύμφωνα με τις ετήσιες μεσοπρόθεσμες προοπτικές του που δημοσιεύθηκαν τον Ιούνιο. Εξακολουθεί μεν να βλέπει αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου, απλώς προβλέπει μικρότερη αύξηση και αναμένει ότι θα κορυφωθεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας.
Ο ΟΠΕΚ, αντίθετα, βλέπει τη ζήτηση να φτάνει τα 120 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως μέχρι το 2050.
Η S&P Global Commodity Insights, εν τω μεταξύ, βλέπει το μεσοπρόθεσμο μέλλον κάπου στο ενδιάμεσο, με τη ζήτηση να φτάνει στο μέγιστο των 109 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως το 2034 και να μειώνεται σταδιακά για να πέσει κάτω από τα 100 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως ( bpd) το 2050. Η BP προβλέπει ότι η χρήση πετρελαίου θα κορυφωθεί το 2025 και θα μειωθεί στα 75 εκατομμύρια bpd το 2050. Η Exxon Mobil αναμένει ότι η ζήτηση πετρελαίου θα παραμείνει πάνω από 100 εκατομμύρια bpd μέχρι το 2050, παρόμοια με το σημερινό επίπεδο.
Όλα τα μέρη συμφωνούν ότι η ζήτηση θα μειωθεί στον αναπτυσσόμενο κόσμο, ενώ θα αυξηθεί στις αναδυόμενες αγορές με επικεφαλής την Ινδία.
Εμμένει στις προβλέψεις του ο ΟΠΕΚ
O ΟΠΕΚ, του οποίου τα 12 μέλη εξαρτώνται από τα έσοδα από τον μαύρο χρυσό είναι ευνόητο ότι θα λάβει ώθηση από την αύξηση της κατανάλωσης. Ήδη πέρασε έναν δύσκολο Σεπτέμβριο, όταν στις αρχές του μήνα ο παγκόσμιος δείκτης αναφοράς του αργού πετρελαίου Brent βρέθηκε κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι, στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 33 μηνών.
Η συμμαχία των πετρελαιοπαραγωγών με επικεφαλής τη Σαουδική Αραβία αποφάσισε νωρίτερα αυτό το μήνα να καθυστερήσει την αύξηση της παραγωγής πετρελαίου για δύο επιπλέον μήνες σε μια προσπάθεια να στηρίξει τις τιμές, αλλά μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα. Οι χαμηλές προβλέψεις για την παγκόσμια ζήτηση, σε συνδυασμό με τη νέα προσφορά πετρελαίου που προέρχεται από χώρες εκτός του ΟΠΕΚ, προμηνύουν μια μακρά περίοδο υποτονικών τιμών αργού.
Ωστόσο ο ΟΠΕΚ εμμένει στην άποψη του και δήλωσε ότι αναμένει περισσότερες αντιδράσεις όσον αφορά τους «φιλόδοξους» στόχους για την καθαρή ενέργεια και επικαλέστηκε τα σχέδια αρκετών παγκόσμιων αυτοκινητοβιομηχανιών να μειώσουν τους στόχους ηλεκτροκίνησης.
«Δεν υπάρχει κορύφωση της ζήτησης πετρελαίου στον ορίζοντα», έγραψε ο γενικός γραμματέας του ΟΠΕΚ Haitham Al Ghais στον πρόλογο της έκθεσης που παρουσιάστηκε στη Βραζιλία, χώρα που δεν είναι μέλος του ΟΠΕΚ με το οποίο η ομάδα επιδιώκει να δημιουργήσει στενότερους δεσμούς.
«Κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους, υπήρξε περαιτέρω αναγνώριση ότι ο κόσμος μπορεί να εισάγει σταδιακά νέες πηγές ενέργειας σε κλίμακα μόνο όταν είναι πραγματικά έτοιμες».
Ο ΟΠΕΚ αναμένει ότι η παγκόσμια ζήτηση πετρελαίου θα φθάσει τα 118,9 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως (bpd) έως το 2045, περίπου 2,9 εκατομμύρια bpd υψηλότερα από ό,τι αναμενόταν στην περσινή έκθεση.
Αυτό είναι πολύ πάνω από άλλες προβλέψεις του κλάδου για το 2050.
Ο ΟΠΕΚ έχει ζητήσει περισσότερες επενδύσεις στην πετρελαϊκή βιομηχανία και δήλωσε ότι ο τομέας χρειάζεται 17,4 τρισ. δολάρια μέχρι το 2050, σε σύγκριση με τα 14 τρισ. δολάρια που απαιτούνται μέχρι το 2045 που εκτιμήθηκαν πέρυσι.
«Όλοι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και οι ενδιαφερόμενοι φορείς πρέπει να συνεργαστούν για να διασφαλίσουν ένα μακροπρόθεσμο κλίμα φιλικό προς τις επενδύσεις», τόνισε ο Al Ghais.
Αυξημένη μεσοπρόθεσμη ζήτηση
Ο ΟΠΕΚ αύξησε επίσης τις μεσοπρόθεσμες προβλέψεις του για τη ζήτηση, επικαλούμενος ένα ισχυρότερο οικονομικό υπόβαθρο από ό,τι πέρυσι, καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις εξασθενούν και οι κεντρικές τράπεζες αρχίζουν να μειώνουν τα επιτόκια.
Η παγκόσμια ζήτηση το 2028 θα φθάσει τα 111 εκατομμύρια bpd, δήλωσε ο ΟΠΕΚ, και 112,3 εκατομμύρια bpd το 2029. Ο αριθμός του 2028 είναι αυξημένος κατά 800.000 bpd από την περσινή πρόβλεψη.
Η πρόβλεψη του ΟΠΕΚ για το 2029 είναι πάνω από 6 εκατ. bpd υψηλότερα από εκείνη του ΙΕΑ, ο οποίος δήλωσε τον Ιούνιο ότι η ζήτηση θα φτάσει στην κορύφωση το 2029 στα 105,6 εκατ. bpd. Η διαφορά είναι μεγαλύτερη από τη συνδυασμένη παραγωγή των μελών του ΟΠΕΚ, του Κουβέιτ και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων.
Επιπλέον αναλυτές εκτιμούν ότι οι προσπάθειες του Οργανισμού να περιορίσει την προσφορά δεν θα καρποφορήσουν.
«Αυτός ο δίμηνος επιπλέον χρόνος δεν έχει πείσει κανέναν που είναι σκεπτικιστής για την αγορά ότι αυτό θα κάνει πολλά για να στηρίξει τις τιμές», δήλωσε στο CNBC ο Dave Ernsberger, επικεφαλής του τμήματος αναφορών αγοράς της S&P Global Commodity Insights.
«Αυτό είναι λοιπόν το θέμα της στιγμής. Αλλά το πολύ μεγαλύτερο ζήτημα είναι, από υπαρξιακής άποψης, αν ξεπερνάμε τη στιγμή της κορύφωσης της ζήτησης πετρελαίου».
Ο Ernsberger επισήμανε την ανάπτυξη των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, συμπεριλαμβανομένης της αυξανόμενης χρήσης βιοκαυσίμων στη ναυτιλία.
«Αυτό στο οποίο κινούμαστε είναι μια εποχή ανάπτυξης μετά τη ζήτηση. Δεν είναι μια στιγμή μετά το πετρέλαιο, αλλά είναι μια στιγμή μετά την ανάπτυξη. Και πώς ο ΟΠΕΚ+, πώς η αγορά θα αναπροσαρμοστεί σε έναν κόσμο χαμηλής ή μηδενικής αύξησης της ζήτησης συνολικά;»
Το βλέμμα στην Κίνα
Οι προοπτικές αύξησης των τιμών μειώνονται επίσης από την Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα πετρελαίου στον κόσμο, η οποία έχει μπει σε μια ειδική πορεία προς την ηλεκτροδότηση.
«Οι μεγαλύτερες απειλές για υψηλότερες τιμές για τον ΟΠΕΚ+ είναι εξωτερικές», δήλωσε στο CNBC ο Li-Chen Sim, μη μόνιμος μελετητής στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής με έδρα την Ουάσιγκτον.
Αυτές είναι κυρίως «η υποτονική ζήτηση, ιδίως από την Κίνα, η προσφορά πετρελαίου από πηγές εκτός του ΟΠΕΚ+ και οι εσωτερικές- ορισμένα μέλη παράγουν περισσότερο από τις ποσοστώσεις που τους έχουν ανατεθεί».
Οι εκτιμήσεις διεθνών και κινεζικών πηγών δείχνουν επιβράδυνση της ζήτησης για πετρέλαιο και διυλισμένα προϊόντα στην Κίνα, δήλωσε ο Sim.
Οι προηγούμενες προβλέψεις του ΟΠΕΚ
Το 2020, ο ΟΠΕΚ προχώρησε σε μια αλλαγή όταν η πανδημία έπληξε τη ζήτηση πετρελαίου, λέγοντας ότι η κατανάλωση θα φτάσει στο τέλος της δεκαετίας του 2030.
Έχει αρχίσει να αυξάνει και πάλι τις προβλέψεις καθώς η χρήση πετρελαίου έχει ανακάμψει.
Μέχρι το 2050, θα κυκλοφορούν 2,9 δισεκατομμύρια οχήματα στους δρόμους, 1,2 δισεκατομμύρια περισσότερα από το 2023, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΟΠΕΚ. Παρά την αύξηση των ηλεκτρικών οχημάτων, τα οχήματα που κινούνται με κινητήρα εσωτερικής καύσης θα αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 70% του παγκόσμιου στόλου το 2050, αναφέρει η έκθεση.
«Τα ηλεκτρικά οχήματα είναι έτοιμα για μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς, αλλά παραμένουν εμπόδια, όπως τα δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας, η ικανότητα κατασκευής μπαταριών και η πρόσβαση σε κρίσιμα ορυκτά», αναφέρεται.
Ο ΟΠΕΚ και οι σύμμαχοί του, ΟΠΕΚ+, μειώνουν την προσφορά για να στηρίξουν την αγορά. Η έκθεση βλέπει το μερίδιο του ΟΠΕΚ+ στην αγορά πετρελαίου να αυξάνεται στο 52% το 2050 από 49% το 2023, καθώς η παραγωγή των ΗΠΑ κορυφώνεται το 2030 και η παραγωγή των μη ΟΠΕΚ+ στις αρχές της δεκαετίας του 2030.