Αυτές τις μέρες των Ολυμπιακών αγώνων στο Παρίσι η μνήμη μας γυρίζει πίσω στο 2004 σε εκείνη την παραμυθένια απαράμιλλη τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας.
Για 18 μέρες η Ελλάδα υπήρξε επίκεντρο παγκοσμίου ενδιαφέροντος με την καλή έννοια του λόγου και του θαυμασμού προς τους Έλληνες που κατάφεραν να διοργανώσουν από κάθε άποψη του καλύτερους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν, κατά κοινή ομολογία και τα σχόλια των παρατηρητών των αγώνων εκείνης της εποχής, άψογη η διοργάνωση από κάθε άποψη, κάτι που αμφισβητούσε σχεδόν όλος ο πλανήτης όλα τα προηγούμενα χρόνια για την Ελλάδα.
Το εντυπωσιακό δεν ήταν μόνο η επιτυχημένη διοργάνωση των αγώνων, είναι ότι ξύπνησε στο υποσυνείδητο των Ελλήνων η αρχέγονη σύμπνοια, ομόνοια και ειρήνη που επικρατούσε στις αρχαίες ελληνικές πόλεις την περίοδο πραγματοποίησης των Ολυμπιακών Αγώνων.
Ξαφνικά την περίοδο εκείνη του 2004 σαν να είχαν γκρεμιστεί όλες οι παθογένειες, οι αδυναμίες και νοοτροπίες δεκαετιών και οι Έλληνες πολίτες ήταν με το χαμόγελο στα χείλη.
Με προθυμία, ευγένεια και σύνεση όλοι οι εντεταλμένοι του κράτους για την διοργάνωση των αγώνων, αλλά και χιλιάδες εθελοντές έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην αναφερόμενη επιτυχία. Όλοι ακολούθησαν πιστά το σχέδιο και την υλοποίηση του προγράμματος διεξαγωγής των αγώνων, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες και την τήρηση των κανόνων. Έγιναν πολλά και μεγάλα έργα σε όλες τις ολυμπιακές πόλεις, τέλεια, έτοιμα όλα στην ώρα τους μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια. Δεν ήταν εύκολο να συμβεί κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, γι’ αυτό είναι περίεργο πως τα καταφέραμε. Μάλλον οφείλεται στο γεγονός ότι όλα τα φώτα της παγκόσμιας δημοσιότητας ήταν στραμμένα πάνω στην Ελλάδα.
Μόλις τελείωσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, η Ελλάδα επέστρεψε πάλι στην καθημερινή πραγματικότητα. Χάθηκε η ευγένεια, η ομόνοια και επέστρεψε η γκρίνια, η μουρμούρα και τα σχόλια. Προφανώς και έγιναν αχρείαστα έργα και υπερτιμολογήσεις στους προϋπολογισμούς των. Αυτό ήταν το καθεστώς που επικρατούσε τα χρόνια της μεγάλης «ευφορίας», του μεγάλου δανεισμού και της εποχής που στην Ελλάδα «έδεναν τους σκύλους με τα λουκάνικα». Κάποιοι εκείνη την περίοδο βρήκαν ευκαιρία να κερδίσουν πολλά χρήματα, δεν χρεωκόπησε όμως το κράτος, επειδή έγιναν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Ελλάδα.
Βρισκόμασταν σε τροχιά χρεωκοπίας για πολλά χρόνια πριν, και τα καμπανάκια του Δ.Ν.Τ. χτυπούσαν από τη δεκαετία του ’90 αλλά ούτε οι κυβερνήσεις, ούτε κανείς Έλληνας δεν ήθελε να ακούσει.
Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες οι Έλληνες κέρδισαν πολλά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα την αυτοπεποίθηση των πως όταν θέλουν και είναι ενωμένοι μπορούν να καταφέρουν τα πάντα. Κανείς δεν είναι σίγουρος ότι, εάν δεν είχαμε αναλάβει τη διοργάνωση των Ολυμπιακών, θα είχε φτιαχτεί το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ούτε θα είχε κατασκευαστεί το Μετρό και η Αττική Οδός. Ούτε στο Ηράκλειο θα είχε κατασκευαστεί το Παγκρήτιο Στάδιο, ούτε η παραλιακή οδός, ο πεταλοειδής και πολλά άλλα μεγάλα οδικά έργα.
Χάσαμε βέβαια και άλλες πολλές ευκαιρίες αφού δεν υπήρξε ολοκληρωμένο σχέδιο αξιοποίησης των ολυμπιακών ακινήτων. Στάδια, κτήρια εγκαταστάσεις που κόστισαν δισεκατομμύρια, όταν τελείωσαν οι αγώνες εγκαταλείφθηκαν και ρήμαξαν. Είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις να αλλάξουν πολλά πράγματα στη χώρα, να γίνουν βήματα μπροστά, να γίνουν μεταρρυθμίσεις, αλλά τελικά δεν έγινε τίποτα και μετά από λίγα χρόνια οδηγηθήκαμε στη γνωστή μνημονιακή περίοδο.
Σήμερα, η Ολυμπιακή φλόγα φωτίζει τους 33ους Ολυμπιακούς Αγώνες που σήκωσαν επίσημα την αυλαία τους με τη φαντασμαγορική τελετή έναρξης στο Σηκουάνα. Οι Γάλλοι φιλοδοξούν να διοργανώσουν αξέχαστους αγώνες αφήνοντας ανεξίτηλο το αποτύπωμά της χώρας των σε όλους όσους τους παρακολουθήσουν. Οι Έλληνες με συγκίνηση και υπερηφάνεια είδαν την ελληνική αποστολή να σχίζει πρώτη τα νερά του διάσημου ποταμού του Παρισιού για να ακολουθήσουν μετά όλες οι συμμετέχουσες 206 συνολικά χώρες.
Εμείς πρέπει να ευχηθούμε καλή επιτυχία στην πραγματοποίηση των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι και στους Έλληνες αθλητές που συμμετέχουν στους αγώνες. Με την ελπίδα να παραμένουν πάντα θετικές οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, να θέσουμε πάλι νέους εθνικούς στόχους, γιατί μπορούμε να τα καταφέρουμε όπως το αποδείξαμε στην επιτυχημένη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 2004.