Η έκτακτη και απροσδόκητη για τη Δύση απόφαση του ΟΠΕΚ+ να μειώσει την παραγωγή του κατά πάνω από 1 εκατ. βαρέλια/ημέρα αναμένεται να έχει σημαντικές επιδράσεις, ιδίως για τις οικονομίες της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Καταρχήν, η μείωση ανατρέπει την πτωτική τάση της τιμής του αργού πετρελαίου που επικράτησε τους προηγούμενους μήνες και που είχε ως αποτέλεσμα μερική εξομάλυνση των τιμών στην αντλία για τους καταναλωτές, αλλά και οφέλη σε όρους πληθωρισμού για τις κρατικές οικονομίες. Όλα δείχνουν ότι το πετρέλαιο θα συνεχίσει και φέτος να αποτελεί σημαντικό ζήτημα για τις κεντρικές τράπεζες στην προσπάθειά τους να περιορίσουν τον πληθωρισμό.
Παράλληλα, ο ΟΠΕΚ+ με αυτή την απόφαση στέλνει σαφές μήνυμα ότι σε αντίθεση με το παρελθόν δεν ικανοποιείται πλέον με μια τιμή κοντά στα 70 δολάρια/βαρέλι, αλλά επιδιώκει σταθερά κάτι πιο κοντά στα 100 δολάρια. Τα πράγματα έχουν αλλάξει σημαντικά σε σχέση με μερικά χρόνια πριν, καθώς οι παραδοχές δεν είναι πλέον οι ίδιες σε όρους αμιγώς πετρελαϊκούς, αφού το κόστος γεωτρήσεων έχει αυξηθεί, ενώ οι επενδύσεις των ιδιωτικών πετρελαϊκών είναι μειωμένες, πράγμα που έχει επιδεινώσει την εικόνα στην παγκόσμια παραγωγή.
Αυτό το νέο περιβάλλον προσδίδει περισσότερη ισχύ σε παραδοσιακούς κρατικούς παραγωγούς, όπως η Saudi Aramco, που διαθέτουν όχι μόνο χαμηλό κόστος παραγωγής, αλλά και την ισχύ να παρεμβαίνουν στην αγορά από κοινού μέσω του ΟΠΕΚ. Ταυτόχρονα, οι παραγωγοί αυτοί βλέπουν ότι δεν υπάρχει ιδιαίτερη διάθεση ή δυνατότητα ανόδου της σχιστολιθικής παραγωγής στις ΗΠΑ, άρα μπορούν πιο ελεύθερα να προχωρούν σε τέτοιες ενέργειες δίχως το φόβο του ανταγωνισμού που υπήρχε παλαιότερα.
Σε οικονομικούς όρους, αρκετοί αναλυτές τόνισαν ότι ο ΟΠΕΚ+ κινείται προληπτικά ώστε να είναι σε καλή θέση να αντιμετωπίσει πιθανή ύφεση στην παγκόσμια οικονομία. Με τον τρόπο αυτό επιχειρεί να αποφύγει ένα σενάριο όπως αμέσως μετά την κρίση του 2008, όταν η τιμή κατέρρευσε.
Επίσης, η απόφαση του ΟΠΕΚ+ αποτελεί μεγάλο πρόβλημα για την αμερικανική κυβέρνηση, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος του 2022 άντλησε σημαντικές ποσότητες από τα στρατηγικά αποθέματα της χώρας προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση. Ο Λευκός Οίκος είχε προσδιορίσει ένα επίπεδο τιμής κοντά στα 67-70 δολάρια/βαρέλι προκειμένου να αρχίσει να ξαναγοράζει πετρέλαιο για να γεμίσει σταδιακά το στρατηγικό απόθεμα. Πλέον η τιμή αυτή απομακρύνεται, γεγονός που δημιουργεί πολύ δύσκολα ερωτήματα για την Ουάσιγκτον, ιδίως ένα χρόνο πριν τις προεδρικές εκλογές. Αυτή τη φορά η Ουάσιγκτον δεν θα έχει στο πλευρό της το όπλο του στρατηγικού αποθέματος για να αντιμετωπίσει πιθανές εκτινάξεις της τιμής, καθώς τα επίπεδά του έχουν απομειωθεί σημαντικά.
Ο στόχος που είχε τεθεί από το Λευκό Οίκο για αναπλήρωση του στρατηγικού αποθέματος αποτελούσε παράλληλα ένα “μαξιλαράκι” ασφαλείας για τις αμερικανικές πετρελαϊκές ώστε να προβούν σε επενδύσεις για να καλύψουν και αυτή την επιπλέον ζήτηση. Πλέον, καθώς οι δυνατότητες αναπλήρωσης μπαίνουν σε ένα πιο αβέβαιο πλαίσιο απομακρύνεται και η όρεξη για νέες γεωτρήσεις, γεγονός που υπογράμμισαν οι πετρελαϊκές σε σχετική τους ανακοίνωση χθες.
Όλα δείχνουν, λοιπόν, ότι ο ΟΠΕΚ επιχειρεί να εκμεταλλευτεί πλήρως τις δυνατότητες που του προσφέρει η σημερινή συγκυρία προκειμένου να ανακτήσει και να διατηρήσει τα πρωτεία στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.