Κάθε πολίτης, κατά καιρούς, βομβαρδίζεται με ειδήσεις για τη διαχείριση των απορριμμάτων, τους Εθνικούς και Περιφερειακούς σχεδιασμούς που καταρτίζονται, τους Ευρωπαϊκούς και Εθνικούς στόχους που τίθενται, όπου πολλές φορές οι έννοιες δεν είναι κατανοητές. Η διαχείριση των απορριμμάτων από τη φύση της είναι ένα πολύπλοκο σύστημα διεργασιών, όπου κάθε στάδιο διέπεται από άλλη φιλοσοφία και στόχευση. Κοινά αποδεκτό όμως είναι ότι τον πρωταρχικό ρόλο πλέον έχουν η διαλογή στην πηγή, η αξιοποίηση και η ανακύκλωση των απορριμμάτων.
Τι σημαίνει όμως διαλογή στην πηγή σε τεχνοοικονομικούς όρους; Εφαρμόζοντας πολιτικές ενίσχυσης της διαλογής στην πηγή, αυτομάτως τα απορρίμματα που καταλήγουν στον «πράσινο» κάδο θα μειωθούν. Για κάθε τόνο που «γλυτώνει» ο «πράσινος» κάδος, ο δήμος (άρα και ο δημότης λόγω της ανταποδοτικότητας των τελών) θα κερδίζει μεσοσταθμικά άνω των 100 € (κόστη, μεταφοράς, διαχείρισης, ταφής) σε οικονομικούς όρους, ενώ παράλληλα τα περιβαλλοντικά οφέλη θα είναι ακόμα περισσότερα (χρόνος ζωής χώρων ταφής, εξοικονόμηση ενέργειας, εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, προστασία φυσικών πόρων, κλπ).
Κάθε σχεδιασμός (είτε Εθνικός είτε Ευρωπαϊκός) έχει αναγνωρίσει τα παραπάνω και υποχρεώνει τους φορείς σε συγκεκριμένους στόχους. Για παράδειγμα το 2008 από την Ευρωπαϊκή Ένωση ετέθη ο στόχος ότι μέχρι το 2020 θα πρέπει το 50% των αστικών στερεών αποβλήτων (ΑΣΑ) να οδηγούνται προς επαναχρησιμοποίηση /ανακύκλωση με χωριστή συλλογή. Για την Ελλάδα πρόσφατα εκδόθηκε μία έκθεση προειδοποίησης (24-09-2018) που αναφέρει ότι το 2016 μόλις το 17% των ΑΣΑ οδηγήθηκε προς ανακύκλωση, ενώ το 82% κατέληξε σε ταφή, χωρίς να επιτευχθούν οι στόχοι.
Η στρατηγική στην Ελλάδα, τα προηγούμενα χρόνια, δεν είχε όραμα και προσανατολισμό, καθώς τα κονδύλια διοχετεύονταν συνεχώς σε έργα για τη διόρθωση των παθογενειών του συστήματος διαχείρισης των απορριμμάτων, που για δεκαετίες είχε αφεθεί στην τύχη του.
Την προγραμματική περίοδο 2007-2013 εντάχθηκαν 336 έργα ύψους 800.000.000 €, εκ των οποίων τα 270.000.000 € αφορούσαν αποκατάσταση χωματερών, ενώ άλλα τόσα δαπανήθηκαν για τη δημιουργία χώρων ταφής και σταθμών μεταφόρτωσης. Πολιτικές όπως διαλογή στην πηγή, αξιοποίηση, ανακύκλωση, αλλά και διαχείριση βιοαποβλήτων δεν μπήκαν ποτέ στο κάδρο.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό, που έχει διαμορφωθεί, πώς μπορεί να μιλήσει κανείς για την πρώτη ενέργεια που προτείνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή την πρόληψη στη δημιουργία απορριμμάτων;
Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT, από το 1995 έως και το 2016 έχει αυξήσει την παραγωγή αστικών αποβλήτων, ανά κάτοικο, κατά 64% και κατέχει την πρώτη θέση (στην αύξηση), όταν ο μέσος όρος αύξησης για τις 28 χώρες της Ε.Ε. είναι 2%. Οπότε εδώ βλέπουμε πως και τα απόβλητα αυξήθηκαν και δεν προωθήθηκε η εναλλακτική διαχείριση τους.
Για όλη αυτή την κατάσταση ποτέ δεν καταλογίστηκαν οι ευθύνες, έστω πολιτικές. Ποιος και γιατί επέτρεπε την ανεξέλεγκτη διάθεση; Γιατί ποτέ δεν προωθήθηκαν πολιτικές δράσεις πρόληψης και διαλογής στην πηγή; Ποιοι εξυπηρετήθηκαν; Αυτόματα σκέφτεται κανείς, μα καλά σχεδιασμοί δεν υπήρχαν; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δυστυχώς είναι ότι υπήρξαν, αλλά δεν εφαρμόστηκαν.
Από το 2003 (ΦΕΚ 1909/22-12-2003) η Ελληνική νομοθεσία, προσαρμοζόμενη στις Ευρωπαϊκές οδηγίες μιλούσε για Εθνικό και Περιφερειακούς σχεδιασμούς, για στόχους ανακύκλωσης, για εκτροπή διάφορων ρευμάτων αποβλήτων από την ταφή και αξιοποίηση τους. Η θέσπιση νόμων και οδηγιών συνεχίστηκε όλη τη δεκαετία, αλλά ποτέ δεν αξιολογήθηκε η εφαρμογή τους και κυριότερα ποιος και γιατί είχε την ευθύνη της μη υλοποίησης.
Μόνο όταν άρχισαν οι καταδίκες από την Ε.Ε. και τα συνεχή πρόστιμα από τη μη συμμόρφωση με τις οδηγίες, αντιλήφθηκαν οι ιθύνοντες ότι κάτι πρέπει να αλλάξει.
Ακόμα και σήμερα, εν έτει 2019, η χώρα μας πληρώνει πρόστιμα για ύπαρξη και λειτουργία ανεξέλεγκτων χωματερών (50 εκατομμύρια ευρώ για την περίοδο 2014-2018). Είναι αξιοσημείωτο πως για το θέμα αυτό, αν και «ξύπνησαν» κάποιοι, πάλι η διαχείρισή που έκαναν ήταν με λάθος στρατηγική. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν δόθηκε προτεραιότητα στη διαλογή στη πηγή και την ανακύκλωση.
Κοιτάζοντας, λίγο βαθύτερα στο συγκεκριμένο θέμα, διαπιστώνουμε πως η «φούρια» της αποφυγής των προστίμων, οδήγησε στην άμεση εύρεση λύσης από την ανεξέλεγκτη διάθεση, οπότε η μεταβλητή «παραγόμενα απορρίμματα» έμεινε σταθερή. Έτσι, η διαστασιολόγηση των μονάδων επεξεργασίας των απορριμμάτων, στους νέους σχεδιασμούς, αλλά και όλη η λειτουργία τους ακολούθησε τη λογική του: «τα τοποθετούμε όλα στον «πράσινο» κάδο και μετά ψάχνουμε μηχανήματα και κατασκευάζουμε μονάδες για να τα ξεχωρίσουμε, ώστε να τα αξιοποιήσουμε».
Η κατασκευή τέτοιας δυναμικότητας μονάδων, αφενός αυξάνει το πάγιο κόστος εγκατάστασης και λειτουργίας, και αφετέρου δημιουργεί τετελεσμένες καταστάσεις, όπου μειώνεται η δυνατότητα προσαρμογής τους σε νέα δεδομένα (μείωση απορριμμάτων μέσω διαλογής στην πηγή, ανακύκλωση, πρόληψη, κλπ). Αν θέλει κάποιος να καταλάβει με έννοιες το αποτέλεσμα αυτής της μονόπλευρης στρατηγικής, είναι ότι η διαχείριση των αποβλήτων μετά τον «πράσινο» κάδο είναι «υποχρέωση», ενώ οι δράσεις πριν είναι «επιθυμία». Άρα και η κατανομή των χρηματοδοτήσεων και η αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων ακολουθεί τον ίδιο δρόμο.
Αντιλαμβάνεται κανείς, που βλέπει μακροπρόθεσμα το συγκεκριμένο θέμα, ότι την επόμενη δεκαετία (όπως την προηγούμενη πρωταρχικός στόχος ήταν να κλείσουν οι χωματερές), θα κατασκευαστούν με απόλυτη προτεραιότητα μονάδες επεξεργασίας και με πολύ μικρά βήματα ή «λοξές ματιές» θα προωθηθούν άλλες δράσεις (πράσινα σημεία, ανακύκλωση – εναλλακτική διαχείριση).
Το αποτέλεσμα αυτής της στρατηγικής θα είναι η σίγουρη αύξηση των ανταποδοτικών τελών των δημοτών λόγω της αύξησης του κόστους διαχείρισης, το οποίο θα είναι άνω των 150€/tn , ενώ με κάποια πιο ισορροπημένη στρατηγική, οι τιθέμενοι στόχοι θα ήταν πιο εφικτοί και οι «πράσινες» δράσεις θα αποκτούσαν μεγαλύτερο μερίδιο στη συνείδηση των κατοίκων.
Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδιασμού Διαχείρισης Αποβλήτων (2015), φαίνεται ότι για πρώτη φορά γίνεται προσπάθεια, διαθέτοντας πόρους από τη κεντρική διοίκηση, για την προώθηση της δημιουργίας πράσινων σημείων, ενώ θεσμοθετήθηκαν το ηλεκτρονικό μητρώο αποβλήτων και δόθηκε η δυνατότητα στους Δήμους να προβαίνουν αυτοτελώς στην οργάνωση της εναλλακτικής διαχείρισης των δημοτικών τους αποβλήτων, η ανταποδοτική ανακύκλωση και η δυνατότητα με παροχή κινήτρων στους Δήμους και στους δημότες, με βάση τα αποτελέσματά τους.
Το θέμα είναι όμως και οι αυτοδιοικητικοί παράγοντες να αλλάξουν τρόπο σκέψης και να σχεδιάζουν οραματικά με τεχνοοικονομικά και περιβαλλοντικά κριτήρια και όχι με ευκαιριακές σκοπιμότητες.
Και επειδή πλησιάζουν αυτοδιοικητικές εκλογές οι δημότες πρέπει να γνωρίζουν τι μπορούσε να είχε γίνει, γιατί δεν έγινε και ποιος έχει την ευθύνη. Δεν μπορεί πάντα οι ευθύνες να κρύβονται κάτω από το χαλί.
Ο οποιοσδήποτε μπορεί να ανατρέξει σε δηλώσεις παρελθόντων ετών από αυτοδιοικητικούς, που ζητούσαν την ψήφο των πολιτών και είχαν και έχουν την εξουσία στα χέρια τους, για να δει αν συμβαδίζουν με τα πεπραγμένα τους. Κανένας δεν θα κατηγορήσει κάποιον αν δεν υλοποίησε το στόχο του πλήρως, αλλά αν κάθε τρία χρόνια ακούει τα ίδια πράγματα με άλλο «περιτύλιγμα», καταλαβαίνει ότι ο σχεδιασμός είναι τόσο ευκαιριακός και πρόχειρος που δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
Φτάνει πια η συνεχής εύρεση δικαιολογιών για την αποτυχία και την έλλειψη υλοποιήσιμης στρατηγικής.