Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Ο Αχιλλέας Μπέος σε τηλεοπτική του συνέντευξη στον Νίκο Χατζηνικολάου είπε ότι δεν είναι ρατσιστής, ότι το επεισόδιο με τον ποδοσφαιριστή Αντρέα Τεττέι δεν δείχνει ρατσισμό και άλλωστε όταν ήταν πιο νέος, είχε πάει με μαύρες γυναίκες: “ Εγώ έχω πάει και με μαύρες σε μικρή ηλικία, σεξουαλικά. Για να καταλάβει ο κόσμος ότι όλα αυτά που λένε είναι αηδίες. Βέβαια ήταν “θεά” δεν ήταν μια απλή έγχρωμη για να πάω…”.
Ο Δήμαρχος Βόλου είχε προφανώς περισσότερο άγχος μην τον πούνε κακόγουστο (άλλη είναι η έκφραση που θα χρησιμοποιούσε ο ίδιος) παρά ρατσιστή. Ο δημοσιογράφος τον αντιμετώπισε και στο συγκεκριμένο ζήτημα και σε όλη την εκπομπή, όχι φιλικά, αλλά ακόμα χειρότερα: σαν να άκουγε κάτι χαριτωμένο. Ένα casual ξέπλυμα δηλαδή, ενός ομοφοβικού, ρατσιστή, τραμπούκου, σε mainstream κανάλι, από mainstream παρουσιαστή
Ναι, προφανώς οι Βολιώτες τον εκλέγουν δήμαρχο, δημοκρατικά και ελεύθερα και δεν αποκλείεται σε κάποιο βαθμό να κάνει καλά τη δουλειά του.
Δεν θα μπούμε στη διαδικασία να τους κρίνουμε. Το ζήτημα εδώ δεν είναι αποκλειστικά ο Μπέος έτσι κι αλλιώς, Οι προτιμήσεις των δημοτών του Βόλου συνιστούν μικρότερο πρόβλημα από το γεγονός ότι το “μοντέλο Μπέου” κερδίζει διαρκώς έδαφος. Θα έχετε ακούσει ίσως κάποιους που μπορεί να έχουν απογοητευτεί από τις δημοτικές αρχές στην πόλη τους να λένε “Ένας Μπέος μας χρειάζεται”.
Δηλαδή ένας Τραμπ.
Στην Ελλάδα η βασική συζήτηση στην Μεταπολίτευση αφορούσε στην υπαρκτή ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς. Βγαίνοντας από δεκαετίες δεξιάς κυριαρχίας και ακραίου κυνηγητού της αριστεράς και των αριστερών , ασφαλώς στα χρόνια μετά την χούντα η αριστερή ιδεολογία και δυστυχώς και τα αριστερά ιδεολογήματα κυριάρχησαν σε διάφορους τομείς της ζωής. Από ένα σημείο και μετά κατά τρόπον καταπιεστικό. Και δεν μιλάμε για ζητήματα όπως η ανεκτικότητα, η ανοιχτή σκέψη, τα ανθρώπινα δικαιώματα. Μιλάμε για συμπεριφορές και αφηγήματα από τα οποία όποιος τολμούσε να ξεφύγει έτρωγε σχεδόν “cancel” προτού η cancel culture υπάρξει επίσημα. Ειδικά στον χώρο του πολιτισμού.
Αλλά βέβαια έχουμε φύγει από αυτό το σημείο εδώ και καιρό. Όποιος επικαλείται ακόμα την “ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς” ζει σε άλλη χώρα, σε άλλο κόσμο ή απλώς εξυπηρετεί την προσωπική του ατζέντα.
Στον δυτικό κόσμο η τάση έχει μετατοπιστεί ξεκάθαρα προς την (ακρο)δεξιά, με την σοσιαλδημοκρατία να περνά δύσκολες μέρες. Μια σειρά προβλημάτων και η λανθασμένη διαχείρισή τους όπως το μεταναστευτικό, μαζί με ορισμένες woke υπερβολές έφεραν στην ηγεσία των ΗΠΑ τον ανεκδιήγητο Ντόναλντ Τραμπ και σε διάφορες άλλες χώρες παρόμοιας λογικής πολιτικές περσόνες.
Στην Ελλάδα, η “κεντροφιλελεύθερη”κυβέρνηση Μητσοτάκη, μετά το νομοσχέδιο για την ισότητα στον γάμο και το “χαστούκι” στις ευρωεκλογές, έστριψε το καράβι εντελώς προς τα δεξιά.
Και πριν από αυτό όμως, στη δημόσια συζήτηση έχει επιστρέψει πιο δυνατό από ποτέ το “πατρίς – θρησκεία – οικογένεια”. Στα τηλεοπτικά στούντιο η πιο ακραία συντήρηση έχει πιάσει στασίδι και όπως ήδη είπαμε, ξεπλένει τους “Μπέους” τους οποίους κατά βάση θαυμάζει κρυφά ή φανερά – δεν είναι κακοί μωρέ, είναι αυθεντικοί και αυθόρμητοι. Ο φόβος για τους μετανάστες/πρόσφυγες δεν είναι ταμπού, εκδηλώνεται φόρα -παρτίδα σε κάθε ευκαιρία, το ίδιο και η ομοφοβία και ο μισογυνισμός.
Ευτυχώς δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε για πλήρη κυριαρχία της ακροδεξιάς ατζέντας. Αλλα πλησιάζουμε εκεί,. Και με θεωρητικά ασήμαντες αλλά υποδόρια σημαντικές επιλογές, όπως η τηλεοπτική “κανονικοποίηση” του κ. Αχιλλέα Μπέου , η απόσταση ολοένα και μικραίνει.
