Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα, μετά από μία περίοδο που είχαν ελαχιστοποιηθεί, φαίνεται πως οι λύκοι επέστρεψαν στην ελληνική επικράτεια, δημιουργώντας σημαντικές αγέλες, με πληθυσμό που κινείται συνολικά στα 1000 άτομα. Αυτοί οι 1000 λύκοι στην Ελλάδα, εκτιμάται πως κατανέμονται σε 180 αγέλες και συναντώνται από τα βορειοανατολικά σύνορα της χώρας, στον Έβρο μέχρι και την Κορινθία, ενώ στην Πάρνηθα εκτιμάται ότι ζουν σήμερα περίπου 25 λύκοι.
Το φαινόμενο αυτό – της αύξησης του πληθυσμού του λύκου – καταγράφεται, μάλιστα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ στη Γερμανία και στη Γαλλία, όπου μέχρι πρόσφατα δεν ζούσαν λύκοι, πλέον καταγράφονται πληθυσμοί περίπου 500 ατόμων σε κάθε μία.
Το επιστημονικό όνομα του λύκου είναι Canis lupus, είναι σαρκοφάγο θηλαστικό και αποτελεί τον μεγαλύτερο σε μέγεθος εκπρόσωπο της οικογένειας των κυνοειδών (Canidae). Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι πήρε την τωρινή του μορφή πριν από περίπου ένα εκατομμύριο χρόνια, ενώ σήμερα επιβιώνουν στον κόσμο δύο είδη: Ο γκρίζος (Canis lupus) και ο κόκκινος λύκος (Canis rufus), ενώ συναντάμε και περίπου 30 υποείδη, που ζουν σε συγκεκριμένες περιοχές σε όλο τον πλανήτη.
Χαρακτηριστικό του λύκου είναι ότι ζει σε αγέλες, οι οποίες μάλιστα επικοινωνούν μεταξύ τους. Πρόκειται για μίας μορφής κοινωνική οργάνωση, σε μικρότερες ή μεγαλύτερες ομάδες ατόμων, που διαθέτουν πυρήνα: Το κυρίαρχο αναπαραγωγικό ζεύγος το οποίο μπορεί να παραμείνει μαζί για όλη τη ζωή των μελών του. Οι λύκοι επικοινωνούν μεταξύ τους με ποικιλία ήχων, κυρίως όμως φανερώνουν τις διαθέσεις και τις προθέσεις τους με εκφράσεις του προσώπου και συγκεκριμένες στάσεις του σώματος.
Ο λύκος διαθέτει μεγάλο κεφάλι και δυνατές σιαγόνες (δύο φορές πιο ισχυρό δάγκωμα από αυτό του σκύλου), στενό στέρνο, ψηλά πόδια και ελαφρύ σκελετό (προσαρμογή για τη διάνυση μεγάλων αποστάσεων αντοχής), κινείται, τρέχοντας ή περπατώντας γρήγορα, οκτώ με δέκα ώρες τη μέρα διανύοντας αρκετά χιλιόμετρα.
Επιπλέον, οι λύκοι χρησιμοποιούν όλες τους τις αισθήσεις (ιδίως την ακοή και την όσφρηση) για να εντοπίσουν και να καταδιώξουν τη λεία τους, καθώς μπορούν να εντοπίσουν θηράματα από πολύ μεγάλες αποστάσεις και διαθέτουν ικανοποιητική νυκτερινή όραση.