Η κλιματική μετανάστευση θα αποτελέσει αναπόφευκτα μία από τις σημαντικότερες προεκτάσεις της κλιματικής κρίσης στον πλανήτη, πυροδοτώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις λόγω των μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών.
Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Ύπατης Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, κατά μέσο όρο 21,5 εκατομμύρια άνθρωποι εκτοπίζονται βίαια κάθε χρόνο από το 2008, εξαιτίας κινδύνων που σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες (όπως πλημμύρες, καταιγίδες, πυρκαγιές, ακραίες θερμοκρασίες).
Η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η κλιματική αλλαγή είναι πιθανό να εξαναγκάσει πάνω από 200 εκατομμύρια ανθρώπους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους μέσα στις επόμενες τρεις δεκαετίες αν δεν ληφθούν επειγόντως μέτρα για τη μείωση των εκπομπών ρύπων παγκοσμίως.
To νομικό καθεστώς
Με αυτά τα δεδομένα, η διεθνής κοινότητα προσπαθεί να προετοιμαστεί για τα μαζικά μεταναστευτικά κύματα εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Προς το παρόν, όσοι αναγκάζονται να μετακινηθούν λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν προστατεύονται από το διεθνές δίκαιο ή από τις εσωτερικές πολιτικές των περισσότερων χωρών υποδοχής.
Σημειώνεται πάντως ότι παρότι καμία χώρα δεν προσφέρει άσυλο στους κλιματικούς μετανάστες, η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες δημοσίευσε νομικές οδηγίες τον Οκτώβριο του 2020 «ανοίγοντας την πόρτα» για την παροχή προστασίας σε άτομα που έχουν εκτοπιστεί από τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη, σημειώνοντας ότι η κλιματική αλλαγή θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ορισμένα σενάρια όταν διασταυρώνεται με τη βία.
Όλο και περισσότερες χώρες θέτουν τις βάσεις ώστε να δημιουργηθούν ασφαλή καταφύγια για κλιματικούς μετανάστες. Για παράδειγμα, τον περασμένο Μάιο η Αργεντινή θέσπισε μια ειδική «ανθρωπιστική βίζα» με ισχύ τριών ετών για ανθρώπους από το Μεξικό, την Κεντρική Αμερική και την Καραϊβική που εκτοπίστηκαν λόγω φυσικών καταστροφών.
Την ίδια στιγμή, οι Ηνωμένες Πολιτείες μολονότι δεν διαθέτουν ομοσπονδιακό πλαίσιο για την αντιμετώπιση του εκτοπισμού που προκαλείται από κλιματικούς παράγοντες, ορισμένες φορές θεσπίζουν διατάξεις για συγκεκριμένες εθνικότητες μεταναστών που επιθυμούν να παραμείνουν στις ΗΠΑ λόγω περιβαλλοντικής καταστροφής στη χώρα καταγωγής τους. Ωστόσο, αυτές οι επιλογές είναι προσωρινές και ισχύουν μόνο για άτομα που βρίσκονται ήδη στις ΗΠΑ.
Οι πλημμυροπαθείς της Λουιζιάνα
«Αισθάνομαι σαν να με χώριζαν από όπου ανήκω. Δεν μου αρέσει και πολύ». Το καλοκαίρι του 2022 ο Κρις Μπρουνέτ πήρε τη δύσκολη απόφαση να εγκαταλείψει το σπίτι του στο νησάκι Ζαν Σάρλς στη Λουιζιάνα. Ο Κρις προέρχεται από τη φυλή Τσοκτάου που ζει στη περιοχή εδώ και σχεδόν 200 χρόνια. Ο ίδιος και η οικογένειά του μπήκαν σε ένα πρόγραμμα ελεγχόμενης μετεγκατάστασης «ευάλωτου πληθυσμού».
Αυτό αφορά τη μόνιμη απομάκρυνση ανθρώπων από ευάλωτες περιοχές – είτε προληπτικά είτε, όπως συμβαίνει συχνότερα, μετά από μια καταστροφή. Παράδειγμα αυτού του προγράμματος ήταν η Νέα Ορλεάνη, από τότε που ο τυφώνας Κατρίνα κατέστρεψε την πόλη το 2005.
Το 1950, το νησάκι είχε το μισό μέγεθος της Ουάσιγκτον. Τώρα έχει το μισό μέγεθος του National Mall της Ουάσινγκτον, και περίπου δώδεκα κατοικήσιμα σπίτια έχουν απομείνει όρθια. Μεταξύ του 1992 και του 2021, 15 τυφώνες και δύο πλημμύρες που σύμφωνα με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στο νησί. Αυτό το καθιστά μια από τις πιο σκληρά πληγείσες περιοχές στην πολιτεία.
Δύσκολη διαδικασία
Έξι χρόνια μετά, η εν εξελίξει μετεγκατάσταση αποκαλύπτει πόσο δύσκολο είναι αυτό το έργο. Οι ηγέτες των φυλών υποστηρίζουν ότι η διαδικασία τους στέρησε βασικά τους δικαιώματα. Καθώς η διαδικασία μετακίνησης των οικογενειών στη νέα τοποθεσία βρίσκεται σε εξέλιξη, το συμβούλιο της φυλής εργάζεται πάνω σε ένα διαφορετικό σχέδιο επανεγκατάστασης και επανένωσης – αυτή τη φορά, χωρίς την κυβερνητική βοήθεια.
«Η μετεγκατάσταση είναι μια ακατάστατη, περίπλοκη και αμφιλεγόμενη διαδικασία». Αυτό αναφέρει ο Nίκολας Πίντερ, αναπληρωτής διευθυντής του Κέντρου για τις Επιστήμες Απορροής στο Πανεπιστήμιο Davis της Καλιφόρνια. Ο ίδιος μελέτησε 50 μετεγκαταστάσεις, που έγιναν από το 1882 έως σήμερα. Μόνο τέσσερις έκρινε ως «αδιαμφισβήτητες» επιτυχίες, όπου οι κοινότητες όχι μόνο μεταφέρθηκαν σε νέες τοποθεσίες, αλλά και ευημέρησαν. Όλες ήταν στις μεσοδυτικές πολιτείες και καμία δεν αφορούσε περιθωριοποιημένες ομάδες ή την απειλή της κλιματικής αλλαγής. Είχαν ισχυρούς τοπικούς ηγέτες που κατάφεραν να κρατήσουν τις κοινότητές τους ενωμένες.
Η περίπτωση του Κιριμπάτι
Το Κιριμπάτι, ένα αρχιπέλαγος 33 νησιών στον κεντρικό Ειρηνικό που βρίσκεται μόλις λίγο πάνω από το επίπεδο της θάλασσας, είναι από τις πρώτες χώρες στον κόσμο που απειλούνται από την άνοδο της στάθμης του ωκεανού. Ορισμένα από τα νησιά του είναι ήδη ακατοίκητα. Οι 32 ατόλες που συγκροτούν το αρχιπέλαγος του Κιριμπάτι βρίσκονται πάνω στον ισημερινό και κοντά στη Διεθνή Γραμμή Αλλαγής Ημερομηνίας.
Δεδομένου ότι πολλά από τα νησάκια έχουν υψόμετρο μόλις λίγων μέτρων, η άνοδος της στάθμης λόγω της παγκόσμιας θέρμανσης έχει αρχίσει να γίνεται αισθητή. Σύμφωνα με τον πρόεδρο της χώρας έχει ήδη αναφερθεί αύξηση των περιστατικών στα οποία το θαλασσινό νερό εισβάλλει στα νησιά και γεμίζει αλάτι τον υδροφόρο ορίζοντα.
Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, η στάθμη του Ειρηνικού ανεβαίνει περίου δύο χιλιοστά το χρόνο και ο ρυθμός πρόκειται να επιταχυνθεί τις επόμενες δεκαετίες. Τα μοντέλα που χρησιμοποιούν οι κλιματολόγοι δεν συμφωνούν για την πορεία του φαινομένου. Οι εκτιμήσεις για την άνοδο μέχρι το τέλος του αιώνα ποικίλουν από λίγα εκατοστά μέχρι σχεδόν το ένα μέτρο.
Η νέα πρωτεύουσα της Ινδονησίας
Η Τζακάρτα αντιμετωπίζει τεράστιες κλιματικές πιέσεις από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας. Η πόλη βυθίζεται με ρυθμό 28 εκατοστών ετησίως σε ορισμένες περιοχές. Καταστροφικές πλημμύρες έχουν εκτοπίσει χιλιάδες κατοίκους της Τζακάρτα, και πολλοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν ορισμένα παράκτια χωριά. Καθώς η κλιματική κρίση επιδεινώνεται, η κατάσταση αναμένεται να γίνει ακόμη πιο λεπτή για τους κατοίκους στις ακτές.
Ο πρόεδρος Σοκάρνο είχε προτείνει τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Παλανγκαράγια, μια πόλη στη μέση του ινδονησιακού αρχιπελάγους, το 1957. Ωστόσο, η ιδέα του δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της διοίκησης του Σοχάρτο στη δεκαετία του ’90, έγινε μια πρόταση να μεταφερθεί η πρωτεύουσα στο Τζονγκόλ. Και πάλι, αυτό το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε. Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Σουσίλο Μπαμπάνγκ Γιουντχογιόνο (2004–2014), η πρόταση επανήλθε ως πιθανή λύση για την κυκλοφοριακή συμφόρηση και τις πλημμύρες στην Τζακάρτα. Αλλά μόλις στις 29 Απριλίου 2019, ο πρόεδρος Τζόκο Γουιντόντο (Τζοκόουι) έκανε τελικά το βήμα και ενέκρινε σχέδιο για τη μετακίνηση της κεντρικής κυβέρνησης από την Ιάβα.