Η 19η Μαΐου δεν είναι μία απλή ημερομηνία για τη συλλογική μνήμη του ποντιακού ελληνισμού. Είναι ημέρα μνήμης, περισυλλογής, αλλά και υπενθύμισης μιας ιστορικής τραγωδίας που, σχεδόν έναν αιώνα μετά, συνεχίζει να ζητά δικαίωση. Ανάμεσα στα χιλιάδες θύματα της γενοκτονίας που διαπράχθηκε εις βάρος των Ελλήνων του Πόντου κατά την περίοδο 1914-1923, υπήρξαν και εκείνες που δεν μπόρεσαν να μιλήσουν ποτέ ανοιχτά για όσα έζησαν: οι γυναίκες.
Οι γυναίκες του Πόντου δεν υπήρξαν απλώς μάρτυρες μιας εθνικής τραγωδίας. Βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας βίας που ξεπερνούσε το πολιτικό και το εθνοτικό επίπεδο. Η στοχευμένη επίθεση στο γυναικείο σώμα δεν ήταν τυχαία. Ο βιασμός, η καταναγκαστική αφομοίωση μέσω γάμων με στρατιώτες ή μουσουλμάνους άνδρες, η αρπαγή παιδιών και οι πορείες εξόντωσης με τα βρέφη στην αγκαλιά, συνθέτουν μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας.
Όπως μαρτυρούν καταγραφές που διασώθηκαν από πρόσφυγες πρώτης γενιάς, οι γυναίκες μετατράπηκαν από μητέρες και κόρες σε λάφυρα πολέμου. Πολλές δεν επέζησαν. Κι όσες τα κατάφεραν, κουβάλησαν τη σιωπή τους ως βαριά προίκα στη νέα τους πατρίδα. Μίλησαν ελάχιστα. Η ποντιακή κοινωνία, βαθιά δεμένη με τις παραδόσεις της, δεν ενθάρρυνε την εξωτερίκευση του τραύματος. Έτσι, το μαρτύριο μετατράπηκε σε μνήμη εσωτερική, κληροδοτημένη στις επόμενες γενιές ως άχρηστη ντροπή. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτές οι γυναίκες σήκωσαν στους ώμους τους ένα δυσβάσταχτο φορτίο: κράτησαν ζωντανή την οικογένεια, τη γλώσσα, τα ήθη και τις μνήμες, με μόνη αποσκευή ένα μαντήλι και λίγες φωτογραφίες.
Οι οικονομικές συνέπειες της Ποντιακής Γενοκτονίας για τις γυναίκες υπήρξαν βαθιές, μακροχρόνιες και πολύπλευρες. Σε ένα κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο όπου οι γυναίκες δεν είχαν αυτόνομη οικονομική παρουσία ή ιδιοκτησία, η απώλεια του συζύγου, της οικογένειας και της πατρικής γης σήμαινε απόλυτη φτώχεια και εξάρτηση. Οι Πόντιες γυναίκες, που στην πλειονότητά τους δεν κατείχαν τίτλους ιδιοκτησίας, έχασαν κάθε οικονομικό μέσο. Τα σπίτια, τα κτήματα, τα εργαλεία, τα κοπάδια και οι εμπορικές επιχειρήσεις των οικογενειών εγκαταλείφθηκαν ή δημεύτηκαν.
Στους προσφυγικούς συνοικισμούς της Καλαμαριάς, της Κοκκινιάς και της Δράμας, οι γυναίκες ξανάρχισαν τη ζωή τους από το μηδέν. Οι περισσότερες χωρίς άντρα, καθώς έχασαν τους άνδρες τους στον πόλεμο ή τις πορείες θανάτου, χωρίς πατρίδα, χωρίς γλώσσα, αναγκάστηκαν να ζήσουν σε πρόχειρους συνοικισμούς ή παραπήγματα. Ως χήρες, επωμίστηκαν τη φροντίδα των παιδιών χωρίς οικονομική στήριξη, σε ένα περιβάλλον όπου η εργασία των γυναικών ήταν περιορισμένη ή υποτιμημένη. Εργάζονταν ως πλύστρες, παραδουλεύτρες ή εργάτριες, με χαμηλότατους μισθούς. Συχνά, τα παιδιά έπρεπε να εργαστούν από μικρή ηλικία για να επιβιώσει η οικογένεια.
Πολλές γυναίκες δεν είχαν πρόσβαση σε μόρφωση λόγω του ξεριζωμού. Ακόμα κι εκείνες που είχαν κάποιο μορφωτικό υπόβαθρο στην πατρίδα τους, βρέθηκαν σε κοινωνίες που δεν αναγνώριζαν τις ικανότητές τους. Ως αποτέλεσμα, περιορίστηκαν σε ανειδίκευτες εργασίες και εξαρτήθηκαν από την αντρική εργασία ή τη φιλανθρωπία. Ως πρόσφυγες και ως γυναίκες, υπέστησαν διπλό στιγματισμό. Πολλές δέχθηκαν σκληρούς όρους εργασίας ή σεξουαλική εκμετάλλευση, ειδικά οι νεότερες. Υπήρχαν και περιπτώσεις αναγκαστικών γάμων ή σχέσεων για λόγους επιβίωσης.
Ωστόσο, παρά τις δυσκολίες, οι γυναίκες συνέβαλαν στην οικοδόμηση της τοπικής οικονομίας μέσα από μικρές οικιακές βιοτεχνίες (π.χ. υφαντουργία, ραπτική, παραγωγή τροφίμων), μεταφέροντας τεχνικές και παραδόσεις από τον Πόντο. Πολλές πρόσφυγες έβαλαν τα θεμέλια για οικογενειακές επιχειρήσεις στις αγορές των πόλεων και στην αγροτική παραγωγή.
Σύμφωνα με μελέτες ιστορικών και ανθρωπολόγων, οι επιπτώσεις των γενοκτονιών στις γυναίκες διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνες στους άντρες. Οι γυναίκες δεν στοχεύονται μόνο ως άτομα, αλλά και ως φορείς μετάδοσης πολιτισμού και ταυτότητας. Η βία που δέχονται δεν αποσκοπεί μόνο στη φυσική τους εξόντωση αλλά και στην αλλοίωση της κοινότητας στην οποία ανήκουν.
Η γενοκτονία των Ποντίων δεν έχει αναγνωριστεί επισήμως από πολλές χώρες, γεγονός που εντείνει την αίσθηση αδικίας. Η γυναικεία εμπειρία, δε, σπάνια καταλαμβάνει κεντρική θέση στις αφηγήσεις. Είναι καιρός να ανοίξει αυτή η συζήτηση — όχι με κραυγές ή εθνικιστική έξαρση, αλλά με την ωριμότητα και το σεβασμό που αρμόζει στις γυναίκες που βίωσαν την Ιστορία στο πετσί τους.
Όταν μιλάμε για γενοκτονίες, είναι εύκολο να αναλωθούμε σε αριθμούς. Όμως, πίσω από κάθε στατιστική υπάρχει ένα πρόσωπο, ένα όνομα, μια μητέρα που δεν πρόλαβε να ξαναδεί τα παιδιά της, μια κόρη που μεγάλωσε ορφανή, μια γιαγιά που δεν μίλησε, αλλά έπλεκε τις μνήμες και το τραύμα της στις λέξεις, στα τραγούδια και στις σιωπές.
Εμείς, οφείλουμε να μελετάμε την ιστορία και να μην ξεχνάμε. Οφείλουμε να παλέψουμε για την παγκόσμια αναγνώριση της γενοκτονίας και τη διεθνή αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Όχι μόνο ως θέμα Ποντιακό ή Ελληνικό, αλλά ως παγκόσμιο ανθρώπινο ζήτημα.
Με την μνήμη χαραγμένη από την τραγωδία των Ποντίων γυναικών, οφείλουμε να σταθούμε στο πλευρό κάθε γυναίκας που υφίσταται βία, διωγμό ή καταπίεση σήμερα. Ο πόνος, άλλωστε, δεν έχει ούτε σύνορα, ούτε εποχή.