Η απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου δυνητικά μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα εξελίξεων τόσο σε σχέση με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα όσο και με την οικονομία της ευρωζώνης. Για όλους όσοι ομνύουμε στο όνομα της Ενωμένης Ευρώπης, η ταυτόχρονη αμφισβήτηση του Δικαστηρίου της και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) όχι μόνον ξενίζει αλλά και φοβίζει.
Η αμφισβήτηση του ΔΕΕ (ως γνωστόν οι Γερμανοί Δικαστές το μέμφονται ουσιαστικά για αρνητική υπέρβαση εξουσίας, δηλαδή ότι εν τοις πράγμασι παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (ultra vires) ευνοώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την ΕΚΤ) μάλλον αποτελεί παράπλευρη απώλεια που, όμως, προκαλεί ένα ευμέγεθες ρήγμα στην εφαρμογή του ευρωενωσιακού δικαίου. Ο πραγματικός στόχος ήταν η ΕΚΤ και η «εισπήδησή» της στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής.
Στην ουσία τη μέμφεται ότι με τα περιλάλητα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης» δεν ασκεί νομισματική, αλλά οικονομική πολιτική. Μαζεύοντας τα ομόλογα – σκουπίδια (junk bonds) των χωρών του Ευρωπαϊκού νότου – υπό τη θαλπωρή του ευρώ – όχι μόνον δεν δημιουργεί κάποια δευτερογενή αγορά, αλλά στην ουσία λειτουργεί ως «εμπορική» τράπεζα που αγοράζει κρατικό χρέος επηρεάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τα επίπεδα μισθών, τιμών αγαθών κλπ. Δηλαδή ασκεί de facto οικονομική πολιτική. Ultra vires, λοιπόν, και η ΕΚΤ αλλά με θετική υπέρβαση εξουσίας αυτή τη φορά.
Όσα αποφάσισαν οι Γερμανοί Δικαστές – μάλλον άθελά τους – μπορούν να συμβάλουν σε μεγαλύτερη εμβάθυνση και ενοποίηση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Αντιθέτως, προσιδιάζει σε Ιακωβίνικη αντίληψη να θεωρούμε ότι η ΕΚΤ πρέπει να παραμένει δικαστικώς ανέλεγκτη στο πλαίσιο ενός ομιχλώδους δημοσίου συμφέροντος.
Ας μη λησμονούμε ότι η ΕΚΤ ουσιαστικά είναι θεσμικά ανέλεγκτη, καθώς η παρουσία του εκάστοτε Προέδρου της, σε συνεδριάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου όταν συζητούνται θέματα αρμοδιότητάς της (άρθρο 284 της Συνθήκης) ελάχιστη σχέση έχει με τις έννοιες του ελέγχου και της λογοδοσίας.
Μην λησμονούμε, επίσης, ότι πολλές αποφάσεις της ΕΚΤ αμφισβητούνται και εντός των θεσμών του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο κατ’ επανάληψη έχει κατηγορήσει την ΕΚΤ για έλλειψη συνεργασίας, καθώς η τελευταία πεισμόνως αρνείται να παράσχει πληροφορίες.
Μάλιστα, το Νοέμβριο του 2017, σε έκθεσή του που αφορούσε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα με σαφήνεια διατύπωνε κατηγορίες για εσφαλμένους χειρισμούς της ΕΚΤ στο ζήτημα της ανακεφαλαιοποίησης των ελληνικών τραπεζών που οδήγησαν σε απώλεια 40 δις ευρώ περίπου.
Τι θετικό, λοιπόν, μπορεί να εισφέρει η απόφαση των Γερμανών; Πρώτον, περισσότερη διαφάνεια. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να διεκδικεί το «παπικό αλάθητο» ούτε είναι υπεράνω νόμων.
Αντιθέτως, ένα νέο πλαίσιο αλληλοελέγχου και λογοδοσίας των ευρωπαϊκών θεσμών πρέπει άμεσα να θεσπιστεί. Δεύτερον, μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την πραγματική οικονομική ένωση της Ευρώπης. Το παγκοσμίως οξύμωρον της διατήρησης της οικονομικής εξουσίας από τα κράτη – μέλη και της εκχώρησης της νομισματικής στην ΕΚΤ δοκιμάστηκε στην πράξη.
Ασύμμετρες κρίσεις και σημαντικές αποκλίσεις στο οικονομικό και βιοτικό επίπεδο, δίχως κοινή οικονομική πολιτική, μπορεί να αντιμετωπιστούν μόνον στο πλαίσιο σημαντικών διασυνοριακών δημοσιονομικών μεταβιβάσεων που ουδέποτε θα αποδεχθούν τα «κυρίαρχα» κράτη μέλη.
Οι Γερμανοί δικαστές προσπαθώντας να επικαλεστούν τη «δοτή» εξουσία των ευρωπαϊκών οργάνων έναντι των «κυρίαρχων κρατών» στην ουσία φέρνουν στο προσκήνιο το πραγματικό διακύβευμα.
Πραγματική Ένωση δίχως κοινή οικονομική πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει. Και σίγουρα αυτό το κατάλαβε η ΕΚΤ και έπραξε αναλόγως …