Οι γάτες της αυλής

Πρέπει να διαβάσετε

Άσπονδες φίλες ήτανε από πάντα. Η μια, η Μαύρη, είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στην αυλή κι αντιμετώπιζε σαν εισβολέα τη Χοχλιδάτη, που αναμαζώχτηκε μεγαλωπή για να εξασφαλίσει μια μπουκιά φαί απ’ τους φιλόζωους σπιτονοικοκύρηδες. Κάθε που γέμιζε με αποφάγια το πινάκι, είχαμε μεταξύ τους επεισόδια· από απειλητικά νιαουρίσματα και αγριοκοιτάγματα μέχρι γρατζουνίσματα και κυνηγητά, ειδικά σαν ήτανε λιγοστό το φαί. Ακόμα και τη θέση στη μαξιλάρα στον ασκιανό τσακωνότανε, ποια θ’ απλώσει πρώτη την αρίδα της να γουργουρίσει ευχαριστημένη.

Καταπώς φαίνεται την έκανε καλά τη δουλειά του ο χοντρός κεραμιδόγατος που μούγκριζε ολονυχτίς μέσα στο καταχείμωνο και βρεθήκανε κι οι δυο γάτες της αυλής φουσκωμένες. Γεννήσανε η καθεμιά στην κρυψώνα της και σαν τα κατσούλια ξεστραβωθήκανε, τα εμφανίσανε στην αυλή και σουλατσάρανε ευχαριστημένες. Δυο είχε η καθεμιά, μα της Χοχλιδάτης ήτανε ασθενικά και δεν προλάβανε να τη χαρούνε την αυλή ούτε για μια βδομάδα.

Καρτερικά τ’ αντιμετώπισε το γεγονός η Χοχλιδάτη· σαν όλες οι μανάδες του ζωικού βασιλείου που τον έχουνε, θαρρείς, εμπεδωμένο τον νόμο της φυσικής επιλογής. Σαν βρέθηκε δίχως κατσούλια, άρχισε να νταντεύει τα κοπέλια της άσπονδης φιλενάδας της. Τα έγλειφε, τα πρόσεχε, τους κουβαλούσε μαμούνια για να μάθουνε να κυνηγούνε, λες κι ήτανε δικά της. Και σαν ένιωθε τις θηλές της να σκάνε απ’ το γάλα, ξάπλωνε στην αυλή και νιαούριζε στα κατσούλια να πιούνε. Τρέχανε αυτά πρόσχαρα στη θετή τους μάνα, να βυζάξουνε μέχρι να νυστάξουνε και να τα πάρει ο ύπνος επάνω στην κοιλιά της.

Όσο για τη Μαύρη, εμπιστευότανε στην άσπονδή της φίλη τα κοπέλια της κι έπαψε να την κυνηγά και να τηνε μαλώνει. Ακόμα και τη μαξιλάρα στον ασκιανό την άφηνε να πάρει, όποτε η Χοχλιδάτη βύζαινε τα μικρά. Κι απολαμβάνανε κι οι δυο τα οφέλη αυτής της φυσικής αλληλεγγύης, της ανεπιτήδευτης και της πηγαίας· η μια, η Μαύρη, ανακουφιζότανε, μιας και τα κατσούλια θέλανε συνεχώς να κρέμονται απ’ το βυζί της κι είχε απομείνει μισή απ’ την ταλαιπωρία. Κι η Χοχλιδάτη, που υπέφερε απ’ το πολύ το γάλα, απαλλασσότανε απ’ τους πόνους και το πρήξιμο.

Γιατί η αλληλεγγύη δεν είναι στιλ και άποψη, ούτε μέσο καταξίωσης και αυτοπροβολής. Παρά είναι ο καλύτερος τρόπος να εξυπηρετήσουνε οι κοινωνίες και τα άτομα το συμφέρον τους και να συνυπάρξουνε αρμονικά. Είναι έμφυτη ανάγκη και μέσο επιβίωσης.

Το ξέρουνε κι οι γάτες της αυλής.

Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα