«Ένα λεμόνι στο γυμνό τραπέζι. Φέγγει». Με τον στίχο αυτόν ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος αναζητούσε σταγόνες ελπίδας σε έναν κόσμο σκοτεινό. Μετά το σοκ της πανδημίας η προσδοκία είναι κυρίαρχη. Αναμενόμενη αντίδραση της ανθρώπινης ύπαρξης. Την αναστάτωση που προκάλεσε ο κορωνοϊός διαδέχεται η προσμονή της επιστροφής στη φυσιολογική ζωή. Η υγειονομική κρίση αναμετριέται με την απερισκεψία. Η έκβαση δεν είναι δεδομένη. Η υποτίμηση των κινδύνων μπορεί να επαναφέρει την καταιγίδα. Η σκληρή πραγματικότητα δεν αντιμετωπίζεται με αμεριμνησία. Ούτε με αλόγιστες συμπεριφορές.
Πράγματι, οι Έλληνες επέδειξαν αυτοσυγκράτηση. Ο φόβος επέδρασε καταλυτικά. Η αναστολή της ομαλότητας αποδείχθηκε η καλύτερη ασπίδα για την προστασία μας. Εντούτοις, η επάνοδος περνάει μέσα από ναρκοθετημένους δρόμους. Τώρα πλέον δεν κρίνονται μόνο οι κυβερνητικοί χειρισμοί. Δοκιμάζονται και οι αντοχές του καθενός και της καθεμιάς ξεχωριστά. Πρωτίστως, αξιολογούνται οι πράξεις και οι ενέργειες όλων μας: Της πολιτικής τάξης, των συνδικαλιστικών ηγεσιών, των εκπροσώπων της επιχειρηματικής και επιστημονικής κοινότητας, καθώς και των επαγγελματικών φορέων και οργανώσεων.
Η ατροφική κοινωνία των πολιτών αντιστρατεύεται την ατομική ευθύνη, μετακυλώντας τη στη συλλογική. Το έλλειμμα υπευθυνότητας διαχρονικά υποσκάπτει την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών. Τροφοδοτεί αντικοινωνικές πρακτικές. Συντηρεί ένα κατ’ εξοχήν παρασιτικό μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης. Υποθάλπει τον ανορθολογισμό και τον λαϊκισμό. Το αποτέλεσμα είναι η ηθική της πεποίθησης να εξουδετερώνει την ηθική της ευθύνης.
Η αποκαλούμενη «κανονικότητα» έχει φωτεινές και γκρίζες πλευρές. Ως εκ τούτου, η επίκλησή της δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη και κατάκτηση του ορθολογισμού. Ούτε βέβαια εξωραϊσμό των παθογενειών που κατατρέχουν τον κοινωνικό σχηματικό και το πολιτικό μας σύστημα. Μάλιστα, για πολλούς από όσους τη μνημονεύουν ισοδυναμεί με επανάκαμψη στο κακό μας παρελθόν. Τα παραδείγματα της αχρείαστης αυτής κανονικότητας είναι πολλά. Πριν καλά, καλά απαλλαγούμε από τον κορωνοϊό βλέπουμε μερίδα πολιτικών και συνδικαλιστικών εκπροσώπων να συμπεριφέρεται με ανάρμοστο τρόπο.
Η άρνηση των εκπαιδευτικών να γυρίσουν στα σχολεία, αμφισβητώντας τις προτάσεις της επιτροπής των επιστημόνων δεν αποπνέει μονάχα συντεχνιακή αντίληψη. Είναι και βαθειά αντικοινωνική. Το ίδιο ισχύει και για εκείνους τους βουλευτές που δεν αποδέχθηκαν να καταβάλουν στο ειδικό ταμείο για την καταπολέμηση του κορωνοϊού το ήμισυ των δύο μισθών τους. Σκιερή υπήρξε και η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης, τα οποία αρνούμενα να ανταποκριθούν στη σχετική πρωθυπουργική προτροπή κρύφτηκαν πίσω από θολές, ακόμη και ανύπαρκτες πρωτοβουλίες τους.
Εξίσου αποκαλυπτική ήταν και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ απέναντι στο νομοσχέδιο για το περιβάλλον. Μολονότι οι ηγεσίες των δύο κομμάτων διατυμπανίζουν τη βιώσιμη και πράσινη ανάπτυξη, δεν τόλμησαν να στραφούν κατά του λιγνίτη. Κοινώς, «την έκαναν γαργάρα». Αντιθέτως, ξιφούλκησαν εναντίον των μεγάλων συμφερόντων που προωθούν τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όπως υποστήριξαν.
Με απλά λόγια, επιζητούν την επιστροφή στις παθογένειες της κανονικότητας. Ανάλογη είναι και η συμπεριφορά αυτών που υποκινούν στις τοπικές κοινωνίες τις αντιδράσεις εναντίον των ανεμογεννητριών, εξυπηρετώντας τα λόμπι της βρώμικης ενέργειας. Αλλά και όσων απομυζούν τους κοινοτικούς πόρους για εικονικά προγράμματα κατάρτισης εργαζομένων. Η προσκόλλησή τους στις ζημιογόνες πρακτικές του παρελθόντος καθιστά δύσκολη την προσαρμογή της χώρας στις ανάγκες της νέας πραγματικότητας.
Προφανώς η μετάβαση στην ομαλότητα και στη φυσιολογική ζωή ευνοεί εκείνους που στις πολιτικές τους αποσκευές δεν φέρουν σκουριασμένες ιδέες. Ούτε δοκιμασμένες και αποτυχημένες συνταγές. Η περιπέτεια της πανδημίας δεν προσδίδει μόνο άλλο περιεχόμενο και νόημα στην έννοια της πολιτικής. Καλλιεργεί και νέες προσδοκίες. Ανταποκρινόμενοι σε αυτές κόβουμε δρόμο, αφήνοντας στην άκρη τις παρωχημένες βεβαιότητες και ιδεοληψίες. Ταυτόχρονα, στρέφουμε το ενδιαφέρον μας στη φωτεινή Ελλάδα.