διάσκεψη του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή διεξάγεται εν μέσω δραματικών προειδοποιήσεων της επιστημονικής κοινότητας για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Ομως, παρά την αυξανόμενη επέκταση των ανανεώσιμων, ο ρυθμός της ζήτησης και τελικά των επενδύσεων στα ορυκτά καύσιμα δεν συνάδει με τον στόχο της ενεργειακής μετάβασης που διαφημίζεται ως ο πυρήνας της προσπάθειας για το κλίμα. Πίσω από τα φλας και τα χαμόγελα στους διαδρόμους της COP28 βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σκληρό ντιμπέιτ πάνω σε χειροπιαστά διλήμματα για το ενεργειακό τοπίο, το μοντέλο ανάπτυξης και τελικά το περιβάλλον.
Η ετήσια έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Ενέργειας (ΙΕΑ) προβλέπει ότι η παγκόσμια ζήτηση για ορυκτά καύσιμα –άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο– θα φτάσει στο υψηλότερο σημείο της μέχρι το 2030. Επειτα, θα αρχίσει να μειώνεται. Η αλήθεια είναι ότι ο τουρκικής καταγωγής εκτελεστικός διευθυντής της ΙΕΑ, Φατίχ Μπιρόλ, έχει κάνει ο ίδιος πράξη την ενεργειακή μετάβαση… καθώς πριν από λίγα χρόνια εργαζόταν για τον ΟΠΕΚ και τώρα βρίσκεται στο τιμόνι του οργανισμού ο οποίος προωθεί την ατζέντα για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με ανανεώσιμα. Σήμερα, ορισμένα στελέχη του ΟΠΕΚ του προσάπτουν ότι οδηγείται περισσότερο από την ιδεολογία παρά από τα γεγονότα και υποστηρίζουν ότι το αφήγημα που πλαισιώνει τις εκθέσεις του απειλούν τον κόσμο με ενεργειακές κρίσεις. Ο ίδιος αντιτείνει ότι η κλιματική κρίση είναι πραγματική, οδηγείται από τα ορυκτά καύσιμα και αν δεν αναστραφεί όλοι θα χάσουν.
Το θέμα είναι ότι ακόμη και σήμερα βλέπει κανείς τεράστιες επενδύσεις από τους πετρελαϊκούς γίγαντες, οι οποίοι εξακολουθούν να αφιερώνονται στις παραδοσιακές δραστηριότητες παραγωγής ορυκτών καυσίμων. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Chevron, η οποία ανακοίνωσε ότι θα αφιερώσει μόλις τα 2 δισ. –από τα συνολικά 14 δισ. του προϋπολογισμού της– σε επενδύσεις με χαμηλότερο αποτύπωμα άνθρακα. Την ίδια ώρα, παρατηρείται διεθνώς πτώση στις τιμές των μετοχών στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αντίστοιχα, οι αποδόσεις είναι υψηλότερες στα ορυκτά καύσιμα απ’ ό,τι στα ανανεώσιμα – παρότι η διαφορά δεν είναι μεγάλη: 6%-9% στα ορυκτά καύσιμα, 6% στα ανανεώσιμα. Επιπλέον, αυτήν την περίοδο καταγράφονται σορταρίσματα από hedge funds εις βάρος των μετοχών αιολικής ενέργειας. Η θετική ανάγνωση περιορίζεται στην εκτίμηση ότι εκμεταλλεύονται απλώς μία κακή συγκυρία λόγω προκλήσεων στον κλάδο και δεν αποκαλύπτουν κάποια διαρθρωτική απειλή για την αγορά.
Στον παγκόσμιο διάλογο για το περιβάλλον έχει διατυπωθεί το επιχείρημα ότι αν μία ανεπτυγμένη χώρα –για παράδειγμα– στο μέγεθος της Βρετανίας μείωνε στο μηδέν τις εκπομπές άνθρακα, ο αντίκτυπος της κλιματικής αλλαγής θα ήταν ίδιος για τους κατοίκους της, εφόσον θα συνέχιζαν να παράγουν ρύπους οι υπόλοιπες χώρες. Ομως οι αναπτυσσόμενες οικονομίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά μόλις το 25% των επενδύσεων στις καθαρές μορφές ενέργειας. Η Ινδία, η οποία θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας εξίσωσης για το κλίμα, φέρει τρέχουσα παραγωγή άνθρακα στους 900 εκατ. τόνους. Μέχρι το 2030, η δραστηριότητα θα αυξηθεί σε 1,3 δισ. τόνους.
Ειδικοί έχουν εκτιμήσει ότι για να πετύχει ο πλανήτης τους στόχους για το κλίμα, χρειάζεται να επενδύει 5 τρισ. δολάρια σε ΑΠΕ, κάθε χρόνο, μέχρι το 2030. Στην πράξη όμως επενδύει μόλις 1,8 τρισ. δολάρια, γεγονός που καταδεικνύει την τεράστια απόσταση που θα πρέπει να διανύσουν από αυτήν την άποψη οι οικονομίες.
Το καλύτερο για το τέλος: την ώρα που φιλοξενούν την COP28 και διαμηνύουν ότι θα συμμετάσχουν ενεργά στην προσπάθεια για να συγκρατηθεί η θερμοκρασία του πλανήτη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα έχουν γνωστοποιήσει ότι θα εξαγάγουν 38 δισ. βαρέλια πετρέλαιο και φυσικό αέριο από σήμερα μέχρι το 2085. Στο ερώτημα πώς θα πετύχουν και τα δύο απαντούν ότι θα χρησιμοποιήσουν καινοτόμες τεχνολογίες οι οποίες θα «αιχμαλωτίζουν» τις εκπομπές άνθρακα. Ομως, τουλάχιστον σύμφωνα με την ΙΕΑ, αυτές οι μέθοδοι αφορούν συγκεκριμένους τομείς της βιομηχανίας και απαιτούν έναν τεράστιο όγκο δυσανάλογης επένδυσης. «Αν επενδύσεις 4 δισ. σε ορυκτά καύσιμα, θα πρέπει να επενδύσεις 4 τρισ. για να “αιχμαλωτίσεις” τις αντίστοιχες εκπομπές της αρχικής σου επένδυσης», έλεγε πρόσφατα στο Hard Talk του BBC ο Φατίχ Μπιρόλ.
Η άλλη όψη
Στον αντίποδα, όσοι βλέπουν το ποτήρι μισογεμάτο ως προς την αλλαγή του μείγματος υπέρ των καθαρών μορφών ενέργειας επισημαίνουν ότι η παγκόσμια ζήτηση για ορυκτά καύσιμα, τα τελευταία 10 χρόνια, συντηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα λόγω της ισχυρής ανάπτυξης στην Κίνα –της τάξεως του 6% ετησίως– από την οποία προήλθαν περισσότερα από τα 2/3 της κατανάλωσης πετρελαίου. Στο πλαίσιο αυτό, υπογραμμίζουν τις προβλέψεις για σημαντική επιβράδυνση της κινεζικής ανάπτυξης τα χρόνια που θα ακολουθήσουν.
Τονίζουν δε ότι –από τη σύνοδο για το κλίμα στο Παρίσι το 2015 μέχρι σήμερα– οι παγκόσμιες επενδύσεις σε ΑΠΕ έχουν αυξηθεί από 1 τρισ. σε σχεδόν 2 τρισ. δολάρια και οι επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα τουλάχιστον έχουν παραμείνει σε σταθερά επίπεδα. Επιπλέον, το 60% των σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας που κατασκευάζονται σε ολόκληρο τον κόσμο είναι πλέον ηλιακοί.
Για να πετύχει ο πλανήτης τους στόχους για το κλίμα, χρειάζεται να επενδύει 5 τρισ. δολάρια σε ΑΠΕ, κάθε χρόνο, μέχρι το 2030 – στην πράξη όμως επενδύει μόλις 1,8 τρισ.
Σημειωτέον, πριν από 3 χρόνια, ηλεκτρικό ήταν 1 στα 25 αυτοκίνητα που πωλούνταν παγκοσμίως. Σήμερα, είναι 1 στα 5. Παρ’ όλα αυτά, οι πετρελαϊκές εταιρείες θεωρούν ότι η μεγαλύτερη διείσδυση της ηλεκτροκίνησης δεν θα αναιρέσει την υψηλή ζήτηση συνολικά για τα προϊόντα τους.
Ορισμένοι ζητούν μεγαλύτερη παρέμβαση των κυβερνήσεων στην αγορά, με στόχο να καταστήσουν πιο ασύμφορες τις επενδύσεις στα ορυκτά καύσιμα και πιο συμφέρουσες τις τοποθετήσεις στα ανανεώσιμα. Δέχονται όμως την κριτική ότι οι στόχοι για το κλίμα ίσως δεν είναι ρεαλιστικοί και πως ο αντίκτυπος των πολιτικών που υπαγορεύουν δύναται να υπονομεύσει την ενεργειακή ασφάλεια με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Στο κάδρο βρίσκονται εξάλλου οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές ενέργειας λόγω των ανακατατάξεων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, παράμετρος η οποία λειτουργεί υπέρ του επιχειρήματος να διατηρηθεί η παραγωγή (και) ορυκτών καυσίμων. Ο αντίλογος είναι ότι δεν υπάρχει η πολυτέλεια για μια τέτοια συζήτηση, αν λάβει κανείς υπόψη τα «καμπανάκια» της επιστημονικής κοινότητας για τους άμεσους κινδύνους που εγκυμονεί η κλιματική αλλαγή.
Προειδοποιήσεις
«Εχουμε αργήσει απλώς και μόνο για να αρχίσουμε να μειώνουμε τα αέρια του θερμοκηπίου», επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ο σερ Ντέιβιντ Κινγκ, ιδρυτής και πρόεδρος του Κέντρου για την Επιδιόρθωση του Κλίματος στο Πανεπιστήμιο Κέμπριτζ. Από τους πρωτεργάτες της παγκόσμιας συμφωνίας που επιτεύχθηκε στο Παρίσι το 2015, ξεκαθαρίζει ότι με αυτό το επίπεδο αερίων «δεν υπάρχει περίπτωση να επιβιώσει ο ανθρώπινος πολιτισμός». Αναφερόμενος στο λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική, λόγω της ανόδου της θερμοκρασίας, εξηγεί ότι ανεβάζει τη στάθμη της θάλασσας προκαλώντας αυξανόμενες επιπλοκές στον πλανήτη: «σύντομα περιοχές όπως το Βιετνάμ θα βρίσκονται κατά 90% κάτω από το νερό τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο».
Εμπειρογνώμονες του ΟΗΕ για το κλίμα εκτιμούν ότι η επίτευξη του στόχου να περιοριστεί η υπερθέρμανση του πλανήτη στον 1,5 βαθμό Κελσίου προϋποθέτει πλήρη απαλλαγή από τον αμείωτο άνθρακα (σ.σ. εκπομπές άνθρακα που δεν μπορούν να «αιχμαλωτιστούν» από τις σύγχρονες τεχνολογίες) μέχρι το 2050. Αυτό συνεπάγεται μείωση του πετρελαίου κατά 60% και μείωση του φυσικού αερίου κατά 45%.
Περισσότερες από 100 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Ε.Ε., έχουν ήδη εκδηλώσει την πρόθεση σταδιακά να καταργήσουν τα ορυκτά καύσιμα. Η Κίνα τηρεί αποστάσεις θέλοντας να επιβάλλει τον δικό της ρυθμό στους στόχους της, παρά το γεγονός ότι –στον αντίποδα– είναι πλέον παγκόσμιος ηγέτης στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Στο μεταξύ, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένονται οι προεδρικές εκλογές του 2024 στις ΗΠΑ, υπό την έννοια ότι ο Ντόναλντ Τραμπ αμφισβητεί ευθέως το υπόβαθρο της αγωνίας για το κλίμα.
Με βάση τη σημερινή εικόνα, οι επιστήμονες απαισιοδοξούν για την επίτευξη των κλιματικών στόχων. Οι παραγωγοί ορυκτών καυσίμων αμφισβητούν την επιλογή της επιθετικής διείσδυσης των ΑΠΕ ή κάνουν τα στραβά μάτια. Αν σε κάτι συμφωνούν οι δύο αντιπαρατιθέμενες προσεγγίσεις είναι ότι ακόμη και το 2050 ο κόσμος θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί ορυκτά καύσιμα, σε συνδυασμό με τεχνολογίες που καλώς εχόντων των πραγμάτων θα μετριάζουν τις επιπτώσεις τους. Στην πραγματικότητα, η διαφωνία έγκειται στα μερίδια που θα διαμορφώνουν το μείγμα και φυσικά στην ταχύτητα με την οποία τα ορυκτά καύσιμα θα δίνουν χώρο στα ανανεώσιμα. Το σκηνικό γίνεται ακόμα πιο σύνθετο από τη γεωπολιτική αβεβαιότητα αλλά και τις ειλικρινείς ανησυχίες για την ενεργειακή ασφάλεια και την οικονομική σταθερότητα. Πάντως, μέχρι στιγμής, η μετάβαση των επενδύσεων δεν συνάδει με τη μετάβαση των αφηγημάτων για την αλλαγή ενεργειακού υποδείγματος. Η ζωή –και όχι αυτή η COP– θα δείξει πού και πώς θα καταλήξει η παγκόσμια σχοινοβασία μεταξύ περιβάλλοντος και ανάπτυξης.
Η διάσκεψη
Η COP28 είναι η 28η διάσκεψη των μερών της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Κλίμα (UNFCCC). Διεξάγεται από τις 30 Νοεμβρίου έως τις 12 Δεκεμβρίου 2023 στο Ντουμπάι των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Ο θεσμός της COP λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο από την πρώτη συμφωνία του ΟΗΕ για το κλίμα το 1992. Στόχος της είναι να δεσμεύσει τις κυβερνήσεις σε πολιτικές για τον περιορισμό της ανόδου της παγκόσμιας θερμοκρασίας και την προσαρμογή στις επιπτώσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Στη φετινή COP συμμετέχουν 50.370 αντιπρόσωποι, 15.063 μη κυβερνητικές οργανώσεις και 1.293 μέσα ενημέρωσης.