Είτε μόνιμοι κάτοικοι είτε παραθεριστές, τους συναντάμε κάθε καλοκαίρι στο χωριό. Τους απαντάμε στον περίπατο, μας κερνάνε στο καφενείο, σμίγουμε στην ταβέρνα ή στο ζαχαροπλαστείο, γλεντάμε παρέα στις γιορτές και στα πανηγύρια. Γεμίζει το χωριό με κόσμο κάθε Αύγουστο· «πότε ήρθατε; Θα καθίσετε μέρες;». Ζωντανεύει η πλατεία με τα χαχανητά και τα ξεφωνητά μας· παίρνει φωτιά το τάβλι, αποτελειώνουμε μια παρτίδα πρέφα που έμεινε στη μέση από πέρσι, δεν προλαβαίνει ο καφετζής να κουβαλά μεζέδες, τσικουδιές και καφέδες. Ακόμη και το χορταριασμένο προαύλιο της εκκλησίας θα ξαναζήσει στιγμές δόξας, καθώς θα μαζευτούμε τα σκολινά πρωινά με τα καλά μας, να σιγομουρμουρήσουμε τα νέα μας ενόσω μέσα ο παπάς θα μουρμουράει τα βαγγέλια.
Συζητάμε για τον χειμώνα που πέρασε και για τα γονικά μας σπίτια που τα ξαραχνιάζουμε μια φορά τον χρόνο· απαριθμούμε τις φθορές τους και ανταλλάσσουμε τηλέφωνα μαστόρων για τις επισκευές. Περπατάμε στα ρημαγμένα χωράφια μας και στις κλειστές μας γειτονιές, πονούμε για τα ξεραμένα μας πηγάδια και τις γκρεμισμένες ξερολιθιές, ανάβουμε τα καντήλια των προγόνων μας, ανιστορούμαστε τα παιδικάτα μας κι αναζητούμε τις συκιές, τις απιδιές και τις καρυδιές μας, με λαχτάρα να τις βρούμε στη θέση τους και να γευθούμε τα γεννήματά τους.
Κουβεντιάζουμε γι’ αυτούς που αρρωστήσανε ή φύγανε ξαφνικά μες στη χρονιά, κι έμεινε κενή η γωνιά που συνήθιζαν να κάθονται στο καφενείο. Πόσοι απομείνανε στο χωριό, ποια σπίτια ερημώσανε, ποιοι νέοι άνθρωποι φύγανε για τις πολιτείες ή για ξένες χώρες. Μετράμε και τα κοπέλια που γεννήθηκαν, πόσοι φοιτούνε στο σχολείο, ποιοι δώσανε πανελλήνιες και περιμένουνε να βγούνε οι βάσεις, να πάνε για σπουδές. Ξαφνιαζόμαστε με το πόσο μεγαλώσανε τα παιδιά συγγενών, φίλων και γειτόνων· αμείλικτοι χρονομέτρες τα παιδιά, βλέποντάς τα να βλασταίνουν και ν’ ανθίζουνε καταλαβαίνεις ότι πέρασε ένας ακόμα χρόνος από πάνω σου.
Κι έπειτα, επάνω που ξαναβρίσκουμε το σπίτι, το χωριό και τη ρίζα μας, αρχίζουνε τα κλειδαμπαρώματα κι οι αποχαιρετισμοί. Φορτωνόμαστε με φρούτα και λαχανικά, κρασί και λάδι ή κανένα σφαχτό άμα βολέψει, να κουβαλήσουμε στην πολιτεία λίγη γεύση και μυρωδιά πατρίδας. Πνίγουμε τα δάκρυά μας καθώς φιλιόμαστε και ανταλλάσσουμε ευχές, «να ‘μαστε καλά του χρόνου να ξανασμίξουμε», και τραβά ο καθείς για τη μοναξιά του, αφήνοντας τους συγχωριανούς μας στη δική τους.
Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»