Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Στο βιβλίο του με τίτλο “Βερολίνο, 1933” (εκδόσεις “Πόλις”) ο Daniel Schneidermann περιγράφει τον τρόπο που τα διεθνή ΜΜΕ αντιμετώπισαν τον Χίτλερ, από την άνοδό του στην εξουσία της Γερμανίας, έως και το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Πρόκειται για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, όσο και ανατριχιαστική έρευνα που αποδεικνύει πόσα χρόνια πήρε στον υπόλοιπο κόσμο να καταλάβει τι συνέβαινε. Οι σημαντικότερες εφημερίδες της εποχής είτε υποτιμούσαν, είτε αγνοούσαν, είτε είχαν άλλους λόγους να μην “διαβάζουν” σωστά τα σημάδια της επερχόμενης φρικωδίας, παρότι όλα ήταν εκεί, στο φως.
Θα μου πείτε, οι δημοσιογράφοι οφείλουν να καταγράφουν τα γεγονότα, όχι να τα προβλέπουν. Μόνο που στην συγκεκριμένη περίπτωση, δεν τα κατέγραφαν καν. Ειδικά οι διώξεις των Εβραίων, σπανίως κατέληγαν σε κάτι περισσότερο από μονόστηλο, ακόμα και όταν είχαν αρχίσει να εμφανίζονται οι πρώτες πληροφορίες για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Παρακολουθώ, με ολοένα και αυξανόμενο vertigo, την εντυπωσιακή πολιτική επάνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην Προεδρία των ΗΠΑ. Και σκέφτομαι πώς όποιος δεν τρόμαξε από την ομιλία της ορκωμοσίας του, το ύφος και το περιεχόμενό της, το ύφος του ίδιου του Τραμπ, είναι μάλλον επειδή κατά βάθος συμφωνεί μαζί του.
Συμφωνεί με την επίθεση στο περιβάλλον, την επίθεση στα ανθρώπινα δικαιώματα, την επίθεση στην επιστήμη, την επίθεση στους πολιτικούς του αντιπάλους. Συμφωνεί με την θεοκρατική όσο και ακραία ναρκισσιστική οπτική του (“Ο Θεός με έσωσε για να κάνω την Αμερική σπουδαία ξανά”), τον διχαστικό λόγο, την τοξικότητά του. Ομνύει στο “Πατρίς – Θρησκεία – Οικογένεια”. Ανταποκρίνεται στην συνοφρυωμένη και κακιασμένη προβολή δύναμης και ισχύος που εκφράζεται βέβαια πρωτίστως εις βάρος των κοινωνικά αδύναμων. Γουστάρει τον τσαμπουκαλωμένο αναθεωρητισμό του. Βρίσκει ανακούφιση στο στερεότυπο του ισχυρού λευκού άνδρα που ήρθε για να βάλει τάξη.
Όποιος δεν βλέπει κάτι πραγματικά ανησυχητικό στα πρόσωπα των ολιγαρχών της τεχνολογίας που πλήρωσαν έναν σκασμό λεφτά για να βρεθούν στην ορκωμοσία και να προσκυνήσουν τον Τραμπ, είναι επειδή δεν θέλει να το δει.
Έχουν χρήσιμα στοιχεία οι ψύχραιμες πολιτικές αναλύσεις, όπως αυτές που διαβάζω σωρηδόν εδώ και μήνες και αντιμετωπίζουν τον Τραμπ σαν ένα -περίπου- κανονικό πολιτικό πρόσωπο, με ορισμένες ιδιαιτερότητες. Δεν είναι τέτοιο όμως. Πρέπει να το καταλάβουμε.
Και για να μην την πατήσουμε όπως τους συναδέλφους στον Μεσοπόλεμο, οι οποίοι δεν πίστευαν μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι ο Χίτλερ θα αιματοκυλούσε τον κόσμο, οφείλουμε επίσης να μη σταματήσουμε να χτυπάμε τα “καμπανάκια”, ακόμα και αν -μακάρι – αποδειχθούμε υπερβολικοί.
Χωρίς περιστροφές λοιπόν, όλα όσα έγιναν τη Δευτέρα 20 Ιανουαρίου στην Ουάσιγκτον, από τον λόγο του Τραμπ, μέχρι τα δεκάδες διατάγματα που υπέγραψε και από τον ναζιστικό χαιρετισμό του Έλον Μασκ μέχρι την προεδρική χάρη σε όσους εισέβαλλαν στο Καπιτώλιο το 2020, επιβεβαιώνουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι μπαίνουμε στην πιο σκοτεινή και απρόβλεπτη εποχή της ανθρωπότητας από το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου κι έπειτα.
Και τούτο, όχι μόνο επειδή στην εξουσία του ισχυρότερου κράτους του κόσμου βρίσκεται ένας ή μάλλον δύο εντελώς ανεξέλεγκτοι φασίστες. Κυρίως επειδή οι ιδέες, οι απόψεις, το μίσος και η κακία τους, κερδίζουν όλο και περισσότερους οπαδούς παγκοσμίως.
Και στην Ευρώπη που παραμένει το ισχυρότερο μα “κοιμώμενο” ανάχωμα στην επέλαση του “τραμπισμού”.
Μέχρι πότε άραγε;
Διότι αν τον Τραμπ τον έσωσε ο Θεός, εμάς που σήμερα ασχολούμαστε χαζογελώντας με το καπέλο της Μελάνια, ειλικρινά δεν ξέρω ποιος θα μας σώσει.