Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1989 και – ανάμεσα σε άλλα – διαφοροποίησε την παιδική φτώχεια από την φτώχεια των ενηλίκων.
Η κυριότερη αλλαγή υφίσταται στον τρόπο που αντιμετωπίζονταν τα παιδιά έως τότε, μετατρέποντας τα, πλέον, από παθητικούς αποδέκτες φιλανθρωπίας σε ανθρώπινα όντα με ξεχωριστά σύνολα δικαιωμάτων, αναγνωρίζοντας συγχρόνως ότι κατά την διάρκεια της παιδικής ηλικίας χρειάζονται ειδική φροντίδα και προστασία.
Η Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού επικυρώθηκε έκτοτε από σχεδόν όλες τις χώρες τις γης με εξαίρεση τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Στα 54 άρθρα της Σύμβασης τίθενται τα πρότυπα για την ευημερία των παιδιών, κάτω των 18 ετών, σε κάθε στάδιο ανάπτυξής τους, ανεξαρτήτου φύλου, προέλευσης, θρησκείας ή αναπηρίας.
Οι θεμελιώδεις αρχές αφορούν την καταπολέμηση των διακρίσεων (άρθρο 2), το βέλτιστο συμφέρον τους (άρθρο 3), την επιβίωση, την ανάπτυξη και την προστασία τους (άρθρο 6) και το εξίσου σημαντικό δικαίωμα της ελευθερίας στην άποψη και την συμμετοχή (άρθρο 12).
Στην χώρα μας η Σύμβαση Δικαιωμάτων των Παιδιών επικυρώθηκε το 1992 αναγνωρίζοντας ρητά το δικαίωμα των παιδιών σε κατάλληλο και ασφαλές επίπεδο διαβίωσης για την σωματική, ψυχική, πνευματική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξη τους. Συγχρόνως, προβλέπεται η ανάγκη υλικής υποστήριξης σε ότι αφορά την διατροφή τους, την στέγη και τον ρουχισμό, προστατεύοντας τα από την φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα μετά την περίοδο της πανδημίας, η παιδική φτώχεια βρέθηκε στο επίκεντρο των συζητήσεων, κοινωνικοοικονομικό φαινόμενο το οποίο αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς και απαιτεί την άμεση λήψη μέτρων καταπολέμησης της.
Η παιδική φτώχεια εκθέτει σε άμεσο κίνδυνο τα ανήλικα, δημιουργεί μειονεξία, αυξάνει τις πιθανότητες αποτυχιών στην μετέπειτα ζωή τους και, ως εκ τούτου, αυξάνει τον κίνδυνο μιας διαγενεακής μεταβίβασης της φτώχειας, περιορίζοντας με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά και τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αυξάνοντας τους κινδύνους της σωματική, της οικονομικής και της κοινωνικής εκμετάλλευσης των ανηλίκων, μετατρέποντας τους σε «εύκολα θύματα».
Καθημερινά, άλλωστε, γινόμαστε μάρτυρες καταστάσεων εκμετάλλευσης και έκθεσής τους σε κίνδυνο, από τα παιδιά των φαναριών μέχρι και τις υποθέσεις διακίνησης παιδικής διαδικτυακής πορνογραφίας, αλλά και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης τους. Ο κοινός παρανομαστής στην εξίσωση αυτή είναι η παιδική ανέχεια που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στις προσωπικές «εκπτώσεις» των ανήλικων θυμάτων – «παραβατών» και στον άμεσο κίνδυνο για την ψυχική, την πνευματική και τη σωματική τους υγεία.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση πρώτου βαθμού μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο, καθώς οι Δήμοι μέσω του Καλλικράτη έχουν, πλέον, αποκτήσει διευρυμένες αρμοδιότητες στην εφαρμογή της κοινωνικής πολιτικής σε τοπικό και αποκεντρωμένο επίπεδο, αρμοδιότητες που αφορούν τον εντοπισμό, την καταγραφή και την αξιολόγηση όσων αναγκών προκύπτουν στις ευάλωτες και ευπαθείς ομάδες πληθυσμού που ζουν στα όρια της φτώχιας και κάτω από τα όρια αυτά, έχοντας ως επιπλέον πιθανή επίπτωση τον κοινωνικό αποκλεισμό τους.
Ο αποκεντρωμένος ρόλος των Δήμων παρέχει την δυνατότητα στις αρμόδιες Αντιδημαρχίες να εντάσσουν την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας στον επιχειρησιακό προγραμματισμό τους μέσω μετρήσιμων και ρεαλιστικών δεικτών και στόχων και μέσω των κατάλληλων διοικητικών και ερευνητικών μηχανισμών.
Συγχρόνως δίνεται η δυνατότητα ανάπτυξης τοπικών προγραμμάτων πρόληψης και έγκαιρης αντιμετώπισης των ζητημάτων που προκύπτουν, μέσω πρωτοβουλιών, για παράδειγμα αθλητικών, πολιτιστικών και καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων σε δομές Προσχολικής και Σχολικής εκπαίδευσης και φροντίδας, αλλά και σε ΚΔΑΠ, αναπτύσσοντας έτσι τις όποιες δεξιότητες των ανηλίκων στοχεύοντας στην αύξηση της αυτοπεποίθησης και της αυτοεκτίμησής τους.
Η δωρεάν πρόσβαση στα παραπάνω, είναι ούτως ή άλλως θεσμοθετημένη μέσω του Καλλικράτη.
Μια ακόμη λειτουργική ιδέα θα ήταν η θεσμοθέτηση και η δωρεάν παροχή ειδικών vouchers σε συνεργασία με τις τοπικές επιχειρήσεις και οργανισμούς για την προμήθεια εκπαιδευτικού υλικού, ρουχισμού και μετακίνησης, αλλά και η ανάπτυξη κοινωνικών φροντιστηρίων, στο επιτυχημένο μοντέλο του Κοινωνικού Φροντιστηρίου του Δήμου Ηρακλείου, που θα καλύπτει όλες τις βαθμίδες της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι γονείς, τέλος, παίζουν σημαντικό ρόλο στην αύξηση ή στην μείωση της παιδικής φτώχειας. Είναι απαραίτητο να αυξηθούν και κυρίως να εφαρμοστούν κατάλληλα προγράμματα ενημέρωσης και εκπαίδευσης των γονέων σε όσα αφορούν την προστασία των παιδιών τους και την ασφάλεια τους. Το σύστημα απαιτείται να λειτουργεί προληπτικά και όχι τιμωρητικά προς την αδυναμία ή την ανικανότητα γονέων να τους παρέχουν έστω και τα βασικά και να προστατεύσουν τα παιδιά τους.
Η πρόληψη σώζει τα παιδιά μας, η μετέπειτα τιμωρία σε όσα «βλέπαμε, διαισθανόμασταν ότι συμβαίνουν δίπλα μας και τελικά μας έριξαν από τα σύννεφα» τα στιγματίζει και δεν προσφέρει το παραμικρό στην μετέπειτα πορεία τους και την συναισθηματική ασφάλειά τους.
Μία πρόταση θα μπορούσε να είναι η δημιουργία «Υπηρεσίας ή Τμήματος Οικογένειας και Παιδιού» όπου με την κατάλληλη στελέχωση και την διαρκή και επαρκή χρηματοδότηση θα υπάρχουν διακριτές αρμοδιότητες που αφορούν την παιδική προστασία μέσα και έξω από την οικογένεια.
Η παιδική φτώχεια είναι μια ισχυρή μορφή κακοποίησης, που χρήζει της λήψης άμεσων μέτρων καταπολέμησης της.
Αναγκαίος είναι ο εκ νέου προσδιορισμός βιώσιμων και αποτελεσματικών στόχων και η ιεράρχηση των παρεμβάσεων με ολοκληρωμένες κοινοτικές πρωτοβουλίες και υπηρεσίες προς τα ευάλωτα παιδιά και τις οικογένειες τους.