Ο πίνακας «Η Νυχτερινή Περίπολος» του Ρέμπραντ θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της φλαμανδικής μπαρόκ τέχνης.
Ωστόσο, ένας τολμηρός ισχυρισμός του σκηνοθέτη Πίτερ Γκρίνεγουεϊ επαναφέρει τον διάλογο για τα κρυφά μηνύματα στην τέχνη, προτείνοντας πως το έργο υπονοεί μια σκοτεινή ιστορία δολοφονίας, διαφθοράς και μυστικών συμφερόντων μέσα στην πολιτοφυλακή του 17ου αιώνα.
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι γοητεύονται από την ιδέα ότι κρύβονται μυστικά μηνύματα σε έργα τέχνης — συχνά δημιουργώντας θεωρίες συνωμοσίας γύρω από πίνακες. Αναζητούν έναν «θησαυρό» που θα προσδώσει νέο ενδιαφέρον σε έναν παλιό πίνακα; Θέλουν ίσως να αποκτήσουν την αναγνώριση πως ανακάλυψαν κάτι καινούργιο; Ή απλώς πλήττουν;
Αυτό συνέβη με τον διάσημο πίνακα του Ρέμπραντ Η Νυχτερινή Περίπολος (The Night Watch), ο οποίος με την πρώτη ματιά μοιάζει με ένα τυπικό δείγμα φλαμανδικής μπαρόκ ζωγραφικής. Είναι τεράστιος σε διαστάσεις — 3,65 επί 4,26 μέτρα — χαρακτηριστικό για ιστορικά έργα της εποχής. Η χρωματική παλέτα του, με σκούρα κόκκινα, καφέ και κρεμ αποχρώσεις, θυμίζει το ύφος του Καραβάτζιο, προσδίδοντας μια σκοτεινή αλλά και αιθέρια αίσθηση.
Όμως, το 2009, αυτή η «μπαρόκ κανονικότητα» ανατράπηκε ριζικά. Ο πειραματικός σκηνοθέτης Πίτερ Γκρίνεγουεϊ (Peter Greenaway) παρουσίασε μια εντελώς νέα, αποκαλυπτική εκδοχή για το έργο μέσα από το ντοκιμαντέρ του Το Κατηγορώ του Ρέμπραντ (Rembrandt’s J’Accuse).
Υποστήριξε ότι ο Ρέμπραντ διέσπειρε στο έργο υπαινιγμούς και σκοτεινά σύμβολα, τα οποία υποδηλώνουν δολοφονία, διαφθορά και πορνεία, μετατρέποντας έτσι τον πίνακα σε ένα είδος δημόσιας προειδοποίησης. Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο πίνακας αποκαλύπτει μια συνωμοσία δολοφονίας, στην οποία εμπλέκονταν μέλη της πολιτοφυλακής, με αποτέλεσμα να απειληθεί η ζωή του ζωγράφου και να ξεκινήσει η προσωπική του παρακμή.
Σε μια εποχή χωρίς κοινωνικά δίκτυα, όπου κανείς δεν μπορούσε να αναρτήσει δημόσια τις καταγγελίες του, ίσως αυτός να ήταν ο μόνος τρόπος του Ρέμπραντ να «μιλήσει» στον κόσμο.
Η ταινία του Γκρίνεγουεϊ, που προβλήθηκε σε πολλά φεστιβάλ της Βόρειας Αμερικής, υποστηρίζει πως ο καπετάνιος Φρανς Μπάνινγκ Κοκ (Frans Banning Cocq), κεντρικό πρόσωπο του πίνακα, ανέβηκε στην ιεραρχία της πολιτοφυλακής διαπράττοντας δολοφονίες. Το Άμστερνταμ του 17ου αιώνα, μια βίαιη και χαοτική πόλη, δίνει αληθοφάνεια σε αυτό το σενάριο.
Ο Γκρίνεγουεϊ βασίζει τις θεωρίες του σε ακτινογραφίες υψηλής ανάλυσης του πίνακα. Ένα από τα πιο ανατριχιαστικά ευρήματα είναι το ασαφές βλέμμα ενός προσώπου που διακρίνεται ανάμεσα στο πλήθος, πίσω αριστερά από τον Μπάνινγκ Κοκ. Υποτίθεται ότι πρόκειται για αυτοπροσωπογραφία του ίδιου του Ρέμπραντ — μια συνήθης πρακτική μεταξύ Φλαμανδών καλλιτεχνών, όπως ο Γιαν βαν Άικ.
Μια ακόμα θεωρία, μοναδική στο ντοκιμαντέρ, υποστηρίζει ότι ενώ ο Ρέμπραντ εργαζόταν πάνω στο προσχέδιο του πίνακα, ο αρχηγός της πολιτοφυλακής σκοτώθηκε από αδέσποτη σφαίρα. Ο Ρέμπραντ, σύμφωνα με τον Γκρίνεγουεϊ, άρχισε τότε να ενσωματώνει υπαινιγμούς στον πίνακα ώστε να αποκαλύψει τους υπεύθυνους. Μάλιστα, η χρυσή παιδική μορφή με το κοτόπουλο δεμένο γύρω από τη μέση της φέρεται να συμβολίζει τους παιδικούς οίκους ανοχής που επισκέπτονταν μέλη της πολιτοφυλακής.
Η πιο ακραία ερμηνεία; Ότι ο Μπάνινγκ Κοκ απεικονίζεται ως Σατανάς, με τα κόκκινα και μαύρα ρούχα του να δείχνουν προς την κόλαση. Μια ανάλυση που μοιάζει υπερβολική, αλλά ο Γκρίνεγουεϊ πιστεύει πως οι πολίτες του 17ου αιώνα καταλάβαιναν πλήρως αυτά τα κωδικοποιημένα μηνύματα.
Ο σκηνοθέτης, φυσικά, δεν είχε μηχανή του χρόνου για να επιβεβαιώσει τις θεωρίες του με τον ίδιο τον Ρέμπραντ. Όμως η αίσθηση ότι ίσως υπάρχουν όντως κρυμμένα νοήματα, διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον για τον πίνακα και προκαλεί τη φαντασία κάθε νέας γενιάς θεατών.