«Δε θα ‘ταν τότε πιο απλό, η κυβέρνηση να διαλύσει το λαό και να εκλέξει έναν άλλον;». Μπέρτολτ Μπρέχτ
Δεν θα ήταν καλύτερο για την κυβέρνηση να διαλύσει την ιδιωτική οικονομία και να σχεδιάζει για μια άλλη ιδιωτική οικονομία που υπάρχει μόνο στο μυαλό όσων κατοικοεδρεύουν στους διαδρόμους του Μαξίμου;
Η δημόσια συζήτηση για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την ρευστότητα παρουσιάζεται απολύτως αντεστραμμένη από την κυβέρνηση και τους δημοσιολογούντες που την υποστηρίζουν. Την ώρα που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στενάζουν ενώπιων της μεγαλύτερης ύφεσης από τον μεσοπόλεμο, κατά δήλωση του ίδιου του πρωθυπουργού, οι συνταγές και οι λύσεις που προτείνονται είναι οι ακριβώς ανάποδες από αυτές που απαιτούνται. Ενδεικτικό της παραπάνω τάσης είναι και το Σχέδιο Ανάπτυξης της Ελληνικής Οικονομίας που δόθηκε πρόσφατα στην δημοσιότητα από την κυβέρνηση. Η Επιτροπή Πισσαρίδη, δηλαδή το βασικό κυβερνητικό όργανο που συμβουλεύει την ελληνική κυβέρνηση για θέματα ανάπτυξης, θεωρεί, ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η χρηματοδότηση και η υπερχρέωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αλλά το γεγονός ότι μετά από τρία μνημόνια οι μικρομεσαίες συνεχίζουν να αποτελούν την ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας κατά τη Επιτροπή Πισσαρίδη, όπως προκύπτει από την ενδιάμεση έκθεση που τέθηκε στην δημοσιότητα είναι με λίγα λόγια ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ακόμα υπάρχουν!
Στον ΣΥΡΙΖΑ διαφωνούμε με την παραπάνω άποψη. Το πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ΜμΕ, θεωρούμε ότι πρέπει να το αντιμετωπίσουμε ως πρόβλημα των εργαλείων χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, ως πρόβλημα του τραπεζικού συστήματος της χώρας και ως έλλειμα των δημόσιων πολιτικών ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Συνολικά για τον ιδιωτικό τομέα, η έκθεση Πισσαρίδη μας λέει τρία πράγματα: Ανασύνταξη του τραπεζικού τομέα μέσα από τη μείωση των κόκκινων δανείων. Ανασύνταξη της κεφαλαιαγοράς στη χώρα για να χρηματοδοτηθούν οι επιχειρήσεις. Και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας μέσα από απορρύθμιση και μείωση του κόστους της μισθωτής εργασίας.
Κατά την έκθεση πάντα, η παρούσα συγκυρία είναι η κατάλληλη για να επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις που θα «καθαρίσουν» τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών από τα μη-εξυπηρετούμενα δάνεια. Το σκεπτικό θα ήταν σωστό, στο βαθμό που τηρούνται οι απαραίτητες μέριμνες για την προστασία της πρώτης κατοικία, αν βρισκόμασταν σε συνθήκες ανάκαμψης της οικονομίας.
Είναι όμως, σήμερα η κατάλληλη συγκυρία, ενώ βρισκόμαστε ενώπιον μιας νέας ύφεσης, να προωθήσουμε ρυθμίσεις όπως αυτές που περιλαμβάνονται στον νέο πτωχευτικό κώδικα; Ρυθμίσεις που επιτρέπουν την επανεξέταση εκδικασμένων υποθέσεων του νόμου Κατσέλη, περιορίζουν την προστασία της πρώτης κατοικίας μέχρι τα ερχόμενα Χριστούγεννα και απειλούν την πλειοψηφία των μικρών επιχειρήσεων με άμεση ρευστοποίηση;
Η έκθεση φυσικά αντιλαμβάνεται ότι η συρρίκνωση των κόκκινων δανείων δεν οδηγεί από μόνη της στην αύξηση της τραπεζικής χρηματοδότησης από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία. Οι πηγές χρηματοδότησης που διαβλέπει η έκθεση Πισσαρίδη δεν είναι άλλες από τις αποταμιεύσεις που θα ενισχυθούν αν μειωθεί η φορολογία και από την αναζωογόνηση της κεφαλαιαγοράς. Εξού και η κεντρική σημασία που δίνει η σημερινή κυβέρνηση στη συγκρότηση του 3ου πυλώνα του ασφαλιστικού συστήματος καθώς οι συντάκτες της έκθεσής βλέπουν τις ιδιωτικές συντάξεις να αποτελούν την πηγή χρηματοδότησης της ιδιωτικής οικονομίας.
Οι ιδέες αυτές είναι ατελέσφορες. Ο τραπεζικός τομέας δεν μπορεί να ανακάμψει σε συνθήκες ύφεσης. Ύψιστη προτεραιότητα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι η ανάσχεση με όλα τα διαθέσιμα μέσα των τάσεων συρρίκνωσης της ρευστότητας των επιχειρήσεων και η επιτάχυνση της ροής πόρων από το ταμείο ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταθέσει εγκαίρως προτάσεις για την ενίσχυση της ρευστότητας των ΜμΕ με τα προγράμματα «Μένουμε Όρθιοι» για να γλιτώσουμε τα χειρότερα αλλά δυστυχώς δεν εισακούστηκε. Σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς κανόνες και τους κανονισμούς κρατικών ενισχύσεων για να μπορούν τα μέλη να ασκήσουν αντικυκλική πολιτική.
Τι κάνει για όλα αυτά η κυβέρνηση; Ακυρώνει ώριμα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως το Εξοικονομώ 2 και ο ΦιλόΔημος. Δεν προκηρύσσει νέα πρόγραμμα του ΕΣΠΑ. Και καθυστερεί στο ζήτημα της αναπτυξιακής τράπεζας.
Όλα αυτά όμως, δεν πρέπει να μας κάνουν να χάσουμε τη μεγάλη εικόνα. Το μέγεθος των χρηματοδοτήσεων που θα κατευθυνθεί στην Ελλάδα στη νέα προγραμματική περίοδο και από το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελούν μια ιστορική ευκαιρία για τη χώρα. Είναι η στιγμή που ως πολιτικό σύστημα πρέπει να εστιάσουμε στις πραγματικές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και να επενδύσουμε σε κλάδους και σε κατευθύνσεις που θα αποκαταστήσουν την απαραίτητη εξωστρέφεια.
Αν πιάσουμε το νήμα ιστορικά, όταν πλέον την δεκαετία του ’90 αποκρυσταλλώθηκε το καθεστώς περιφερειακών ενισχύσεων ο διακηρυγμένος στόχος της ευρωπαϊκής πολιτικής ήταν η άρση των περιφερειακών ανισοτήτων, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, κάτι τέτοιο δεν έγινε. Οι κοινοτικές ενισχύσεις δεν ενίσχυσαν κλάδους διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων. Αντίθετα, ειδικά από τη δεκαετία του ’90, οι κοινοτικές ενισχύσεις εμβάθυναν την εξειδίκευση της χώρας στην παροχή τουριστικών υπηρεσιών.
Ένα σύστημα παροχής κρατικών ενισχύσεων πρέπει να έχει ως βασική του προτεραιότητα να εντοπίζει χρηματοδοτικά κενά. Χρηματοδοτικά κενά που να αντιστοιχούν σε στοχευμένα πεδία ενός δημόσιου αναπτυξιακού σχεδιασμού και να παρεμβαίνουν εκεί που αποτυγχάνει η αγορά. Εν μέσω κρίσης η λειτουργία αυτή αλλοιώθηκε στην Ελλάδα. Το ΕΣΠΑ, όντας η μοναδική πηγή χρηματοδότησης, αποτέλεσε «φάρμακο δια πάσα νόσο». Η σημερινή συγκυρία όμως, μας υποχρεώνει να δούμε όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία που θα έχουμε στη διάθεση μας σε μακροπρόθεσμη προοπτική.
Η πρόκληση για την χώρα είναι μεγάλη. Η μελετητική ωρίμανση και η ροή των παραπάνω πόρων στην πραγματική οικονομία θα αποτελέσει ένα τεράστιο εγχείρημα για τον διοικητικό μηχανισμό της Ελλάδας. Σήμερα, επείγει η κατεύθυνση των διαθέσιμων πόρων στις μεγάλες διεθνείς προκλήσεις. Στον πράσινο μετασχηματισμό της οικονομίας. Στη μετάβαση του κράτους και του ιδιωτικού τομέα στην ψηφιακή εποχή. Στην ποιοτική αναβάθμιση των υπηρεσιών του δημοσίου.
Πάνω από όλα όμως, η συγκυρία της κρίσης και των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης πρέπει να σηματοδοτήσει την στροφή της ελληνικής οικονομίας σε κλάδους στους οποίους υπάρχει επιστημονικό δυναμικό για να αποκατασταθεί η χαμένη της εξωστρέφεια. Οι νέοι και οι νέες επιστήμονες είναι ο μεγαλύτερος πλούτος που έχει σήμερα η χώρα μας και ο δημόσιος αναπτυξιακός σχεδιασμός πρέπει να αποβλέπει στο να τους δώσει ευκαιρίες και όχι να τους αντιμετωπίζει ως ευέλικτο και φτηνό εργατικό δυναμικό.