Το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας με τον βαρύγδουπο τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών» που, για ευνόητους λόγους, δημοσιεύθηκε και οδεύει προς ψήφιση στη Βουλή με το κλείσιμο του σχολικού έτους, υπηρετεί πιστά το κεντρικό ιδεολογικό δόγμα της κυβέρνησης και αφορά συνοπτικά τρεις κύριους άξονες: α) Την αξιολόγηση όχι ως εργαλείο με σκοπό τη βελτίωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου αλλά ως ελεγκτικό μηχανισμό χειραγώγησης για την ανταγωνιστική κατηγοριοποίηση σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών, β) την αυτονομία με όρους οικονομικούς και όχι παιδαγωγικούς και γ) την επιστροφή σε παρωχημένες πρακτικές του παρελθόντος με τη δημιουργία μεγάλης –αριθμητικά– στρατιάς στελεχών εκπαίδευσης προς εξυπηρέτηση κομματικών φίλων και ημετέρων.
Αναλυτικότερα, στο νομοσχέδιο αυτό διαχέεται, με τον πλέον εμφατικό τρόπο, η πλήρης αποδόμηση του κυριάρχου ρόλου του συλλόγου διδασκόντων. Το συλλογικό αποφασιστικό όργανο δίνει τη θέση του στην εξατομικευμένη θέση ευθύνης με βασικό χαρακτηριστικό τον εποπτικό έλεγχο μεταξύ των συναδέλφων. Συγκεκριμένα, ο διευθυντής ενός σχολείου θα επιλέγει τον «μέντορα» που θα ελέγχει τους νέους συναδέλφους, ο διευθυντής –πάλι– θα επιλέγει τον ενδοσχολικό συντονιστή τάξεων, ο οποίος θα διευθύνει τον εκπαιδευτικό προγραμματισμό των τμημάτων ευθύνης του. Με λίγα λόγια, ο διευθυντής συγκεντρώνει υπερεξουσίες και συνάμα δημιουργούνται διαφορετικές κατηγορίες εκπαιδευτικών μέσα σ’ ένα σχολείο. Μάλιστα, οι επιλεγμένοι στις νέες αυτές θέσεις θα πριμοδοτούνται με μόρια, όποτε θελήσουν να συμμετέχουν σε κρίσεις στελεχών εκπαίδευσης. Η νέα αυτή ιεραρχική δομή σε συνδυασμό με την ατομική αξιολόγηση διαλύει το δημοκρατικό και συλλογικό τρόπο λειτουργίας του σχολείου, ενώ παράλληλα κατεδαφίζεται η παιδαγωγική διάσταση της εκπαίδευσης. Το καινούριο μοντέλο βασίζεται στη φιλοσοφία της εξατομίκευσης, του εσωτερικού ατέρμονου ανταγωνισμού συγκέντρωσης μορίων για επιβίωση και ανέλιξη σ’ ένα γραφειοκρατικό και διεκπεραιωτικό σχολείο.
Η λέξη αυτονομία ηχεί ωραία, ειδικότερα όταν τοποθετείται ως μεθοδολογία για το εκπαιδευτικό σύστημα. Ωστόσο, σημασία έχει το περιεχόμενο που προσδίδεται στην έννοια αυτή μέσα από συγκεκριμένες πολιτικές κατευθύνσεις. Με το άρθρο 93 ορίζεται με σαφήνεια ότι η κυβέρνηση επιδιώκει τη σταδιακή αποδέσμευση του κράτους, ως βασικού χρηματοδότη, από τη δημόσια εκπαίδευση. Η παρότρυνση και η προώθηση πρακτικών με σκοπό την προσέλκυση ιδιωτικών επιχορηγήσεων και χορηγιών μετουσιώνει το όραμα της κυβέρνησης για την ιδιωτικοποίηση του βασικού πυρήνα της εκπαίδευσης.
Η φράση το κράτος ως κομματικό λάφυρο ταιριάζει απόλυτα με μια βασική πτυχή του νομοσχεδίου, καθώς διογκώνεται ξανά ο αριθμός των στελεχών εκπαίδευσης προκειμένου να γίνουν οι απαραίτητες διευθετήσεις ημετέρων. Οι, έως σήμερα, 540 συντονιστές εκπαιδευτικού έργου γίνονται 800 σύμβουλοι εκπαίδευσης με διαβαθμίσεις, αφού μέσα από το σώμα αυτό θα επιλέγονται οι Επόπτες ανά περιφέρεια και νομό. Η επιλογή αυτού του τίτλου δεν είναι τυχαία, εφόσον απηχεί το γενικό πνεύμα του νομοσχεδίου, δηλαδή την έντονη ελεγκτική διάθεση με μια αυστηρή ιεραρχική και κατακερματισμένη δομή, μετατοπίζοντας το σχολείο από παιδαγωγικό κύτταρο σε οργανισμό με ιδιωτικό-οικονομικούς όρους λειτουργίας. Είναι, δε, χαρακτηριστικό πως προβλέπεται αυστηρή ποινή επαγγελματικής καθίζησης για 8 χρόνια, αν κάποιος σύμβουλος εκπαίδευσης δεν υλοποιήσει τη διαδικασία της αξιολόγησης, δίνοντας το σύνθημα η Υπουργός πως όσοι ενδιαφέρεστε, οφείλετε να είστε «ταγμένοι».
Αναμφίβολα, πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που αφενός, αντιγράφει νεοφιλελεύθερες πρακτικές στην εκπαίδευση και, αφετέρου, υιοθετεί αποτυχημένες πολιτικές του αγγλοσαξονικού μοντέλου οι οποίες οδήγησαν σε όξυνση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Αναμφισβήτητα, επίσης, είναι ένα νομοσχέδιο που αναδύει στο προσκήνιο τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ εκείνων των δυνάμεων, οι οποίες στοχεύουν στην εκχώρηση της δημόσιας εκπαίδευσης σε αποκεντρωμένα ιδιωτικά κεφάλαια, με εκείνες που παλεύουν για ένα ισχυρό δημοκρατικό και δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα καλύπτει τις μορφωτικές ανάγκες των παιδιών με παιδαγωγικούς όρους.