Πριν από λίγες εβδομάδες ο Ντόναλντ Τραμπ επιτέθηκε στον επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας των Η.Π.Α. (Fed), κατηγορώντας τον ότι υιοθετούσε πολιτικές επιτοκίων που δεν εξυπηρετούσαν τη χώρα και τον κυβερνητικό σχεδιασμό.
Ο –φαινομενικά- ισχυρότερος άνθρωπος του πλανήτη, δεν είχε τη δυνατότητα να ελέγξει τις πολιτικές της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας του.
Η Κεντρική Τράπεζα σε κάθε χώρα ασκεί εξουσία, καθότι είναι υπεύθυνη –μεταξύ πάμπολλων άλλων- για ένα από τα δύο βασικότερα εργαλεία διακυβέρνησης: τη νομισματική πολιτική και τα επιτόκια. Το δεύτερο εργαλείο, η δημοσιονομική πολιτική, ασκείται από την κυβέρνηση.
Αυτό από μόνο του αρκεί για να καταστήσει τον διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας ως έναν από τους πιο ισχυρούς ανθρώπους σε ένα κράτος και σίγουρα εκ των βασικών ρυθμιστών της εφαρμοζόμενης πολιτικής.
Στη ζώνη του ευρώ οι εθνικές Κεντρικές Τράπεζες έχουν εκχωρήσει τις βασικότερες αρμοδιότητές τους στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), στης οποίας τη διοίκηση συμμετέχουν.
Παρόλα αυτά οι κεντρικοί τραπεζίτες σε κάθε χώρα έχουν ακόμη διαθέσιμα αρκετά εργαλεία άσκησης πολιτικής, όπως π.χ. οι περιοδικές εκθέσεις που δημοσιεύουν για την πορεία της οικονομίας και την πρόβλεψη για τα μελλοντικά οικονομικά μεγέθη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα με τις Κεντρικές Τράπεζες –άρα και με την Τράπεζα της Ελλάδας- είναι ότι δεν υπόκεινται σε κανέναν δημοκρατικό έλεγχο κι ούτε λογοδοτούν σε δημοκρατικά εκλεγμένους θεσμούς.
Στην Ελλάδα, ο Διοικητής και οι Υποδιοικητές τοποθετούνται με Προεδρικό Διάταγμα, μετά πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και κατόπιν προτάσεως του Γενικού Συμβουλίου της Τράπεζας, με εξαετή θητεία.
Δηλαδή δεν κυρώνεται ο διορισμός τους ούτε καν από το Κοινοβούλιο, έστω για το φαίνεσθαι. Είναι αμετακίνητοι για μια εξαετία και με τα χέρια τους εντελώς ελεύθερα για να ακολουθήσουν όποια πολιτική πρακτική θελήσουν.
Το πολύ-πολύ να λογοδοτήσουν στους Μετόχους, όπου το Δημόσιο δε μπορεί να συμμετάσχει με ποσοστό πάνω από το 35%.
Η σύγκρουση του κεντρικού τραπεζίτη με μέλη της Κυβέρνησης δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα, όπως είδαμε και στην εισαγωγή της επιφυλλίδας μας. Είναι όμως ένα συχνό φαινόμενο στην Ελλάδα των τελευταίων ετών.
Πρόσφατο επεισόδιο, η σύγκρουση του κυρίου Πολάκη με τον κύριο Στουρνάρα.
Για τον κύριο Πολάκη, για τον πολιτικό λόγο που εκφέρει, τις επικοινωνιακές του πρακτικές και τον τρόπο του εν γένει, έχουν γραφτεί πολλά. Ο καθένας μπορεί να τον κρίνει και να τον αποδεχτεί ή να τον απορρίψει, είτε στα επουσιώδη όπως τα παραπάνω, είτε στα ουσιώδη όπως στο ποιες πολιτικές υπηρετεί.
Το ίδιο, φυσικά, ισχύει και με τον κύριο Στουρνάρα.
Η μεγάλη διαφορά των δύο ανδρών είναι η εξής: ο κ. Πολάκης, με τα στραβά και τα καλά του, είναι εκλεγμένος εκπρόσωπος του ελληνικού λαού και αυτός ο λαός θα τον κρίνει και στις επόμενες εκλογές.
Αντίθετα, ο κ. Στουρνάρας έχει να δώσει αναφορά για τα πεπραγμένα του μονάχα στους Μετόχους της Τράπεζας της Ελλάδας, οι οποίοι παραμένουν παντελώς αόρατοι στο ευρύ κοινό. Δε θα καταψηφιστεί, ούτε θα επιβραβευτεί από κανένα σώμα με δημοκρατική νομιμοποίηση, έστω αντιπροσωπευτική.
Κι ούτε ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ δεν μπορεί να τον ελέγξει.