Για το πέρασμα της πανδημίας στην χώρα, το «αποτύπωμα» που άφησε στην δημόσια υγεία αλλά και τα «άλματα» της επιστήμης μίλησε, μεταξύ άλλων, στον Περιφερειακό Τηλεοπτικό Σταθμό CRETA, o καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο London School Of Economics & Imperial College London Ηλίας Μόσιαλος.
Ο κ. Μόσιαλος αναφέρθηκε στην πανδημία του κορωνοϊού, κάνοντας λόγο για μια πρωτόγνωρη κατάσταση, η οποία τον ανάγκασε – όπως όλους τους πολίτες – να περιορίσει τις δραστηριότητες του. «Θα έλεγα όσον αφορά τη δική μου περίπτωση, ότι περιορίστηκα λόγω προβλημάτων υγείας σε οικογενειακό περιβάλλον, που αναγκαστικά έπρεπε να προσέχουμε πολύ περισσότερο στην διάρκεια της πανδημίας και συνεχίζουμε να προσέχουμε όταν συνυπάρχουμε. Όλοι βγάλαμε τα συμπεράσματα μας και από τη διαχείριση της πανδημίας και από την εξέλιξη της, αλλά με εξαίρεση την αρχική φάση που επέμενα ότι η χώρα μας έπρεπε να πάρει δύσκολα και σκληρά μέτρα, προσπάθησα με ένα ήπιο τρόπο να επικοινωνώ στην κοινωνία τι πραγματικά συμβαίνει, χωρίς να παίρνω θέσεις ακραίες και χωρίς να συμβουλεύω να κάνουν πράγματα που θα δυσκόλευαν τη ζωή τους».
«Οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν στα υγειονομικά πρωτόκολλα»
Ο καθηγητής σημείωσε πως την πρώτη περίοδο της πανδημίας, οι Έλληνες ανταποκρίθηκαν στα υγειονομικά πρωτόκολλα, διότι είχαν συνειδητοποιήσει τα όσα συνέβησαν σε γειτονικές χώρες λόγω του κορωνοϊού. «Φαινόμενα δηλαδή όπως στην Ιταλία, σε μια χώρα που είναι πιο οικονομικά ανεπτυγμένη από τη δική μας και έχει καλύτερο σύστημα υγείας. Ειδικά στην περιοχή της Β. Ιταλίας έχουν ένα από τα καλύτερα συστήματα υγείας, σε επίπεδο Ε.Ε. Αν είχε χτυπήσει στην Ελλάδα πρώτα, θα είχαμε δυσανάλογα υψηλά θύματα, ευτυχώς, στην πρώτη περίοδο δράσαμε γρήγορα και αποφύγαμε τέτοια φαινόμενα».
Ο κ. Μόσιαλος ανέφερε πως ο ελληνικός λαός δεν έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στους θεσμούς, συνεπώς θα πρέπει να έχουμε «ισχυρότερους θεσμούς και από την άλλη, να γίνονται οι επιλογές σε θεσμικό επίπεδο με αξιοκρατικό τρόπο». «Όταν οι Έλληνες, καταλαβαίνουν πολλές φορές ότι επιλογές που γίνονται σε θεσμικό επίπεδο, δεν γίνονται με τον καλύτερο αξιοκρατικό τρόπο, τότε η εμπιστοσύνη στους θεσμούς μειώνεται, ελπίζω σιγά – σιγά αυτά τα πράγματα να τα μειώσουμε σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο».
Το «αποτύπωμα» της πανδημίας
Το «αποτύπωμα» της πανδημίας στη χώρα, σύμφωνα με τον κ. Μόσιαλο, είναι ότι η Ελλάδα χρειάζεται ένα καλύτερο δημόσιο σύστημα υγείας, όμως το ερώτημα είναι αν «το πολιτικό σύστημα θα δεσμευθεί στην κατεύθυνση της υλοποίησης ενός ισχυρότερου και καλύτερου δημόσιου συστήματος υγείας». «Αυτό προϋποθέτει και περισσότερους πόρους, για το χώρο της υγείας, σε ρεαλιστικά πλαίσια. Η χώρα μας διαθέτει πολύ μεγάλους χώρους για την εξωτερική ασφάλεια αλλά το ερώτημα είναι, θέλει το πολιτικό σύστημα να αυξηθούν οι δημόσιες δαπάνες υγείας; Διαθέτουμε συνολικά, το 9% του εθνικού πλούτου για την υγεία αλλά το 40% είναι ιδιωτικές δαπάνες. Εγώ θα έλεγα από το 5,5% του ΑΕΠ να πάμε στο 6,5%. Να δούμε ένα χάρτη υγείας που θα έχει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και θα είναι πιο κοντά στις ανάγκες των πολιτών».
«Σωστός προϋπολογισμός του ιατρικού δυναμικού και καλύτερη οργάνωση των νοσοκομείων»
Πρόσθεσε δε, πως με αφορμή την πανδημία μπορεί να ενισχύθηκε το ΕΣΥ, όμως για να μείνει «όρθιο» πρέπει να υπάρχουν και… γιατροί! «Αυξήθηκαν οι ΜΕΘ αλλά πρέπει να έχουμε και γιατρούς, δεν μπορούμε να βγάλουμε γιατρούς που θα ασχολούνται με τις ΜΕΘ. Η ειδικότητα, διαρκεί πολλά χρόνια επομένως πρέπει να γίνει σωστός προγραμματισμός του ιατρικού δυναμικού, χρειαζόμαστε περισσότερους ογκολόγους στη χώρα μας. Γιατί ο καρκίνος θερίζει και όσο μεγαλώνουμε, είναι πιο πιθανό να έχουμε προβλήματα καρκίνου. Σωστός και ορθολογικός προγραμματισμός του ιατρικού δυναμικού, καλύτερη οργάνωση των νοσοκομείων και να αποκτήσουμε επιτέλους μια εξωνοσοκομειακή φροντίδα, που να την εμπιστεύονται οι πολίτες».
Ερωτηθείς αν η περίοδος της πανδημίας προκάλεσε μια «στροφή» προς την επιστήμη για τον ελληνικό λαό, ο κ. Μόσιαλος απάντησε πως μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από τους πολίτες θα υπάρχει, όταν δουν στους επιστήμονες την ειλικρίνεια. «Υπάρχει ένα δεδομένο εδώ όμως που δημιουργεί κάποιες ασάφειες. Ότι όταν έχεις να κάνεις με ένα ιό που αλλάζει, όταν αλλάζουν τα δεδομένα αλλάζει και η επιστήμη. Δεν αντιμετωπίσαμε τον ίδιο ιό, μέσα στην τριετία. Όταν προσπαθείς να το εξηγήσεις αυτό στους πολίτες υπάρχει μια μικρή σύγχυση. Πρέπει με κάθε τρόπο να προσπαθούμε να εξηγήσουμε ότι όταν αλλάζει ένα φαινόμενο, αλλάζει και η επιστήμη. Θα πρέπει να έχουμε ειδική εκπαίδευση στην επικοινωνία της επιστήμης και να κατανοούμε τα ποσοτικά δεδομένα».
Μάλιστα, ο κ. Μόσιαλος εξέφρασε την πεποίθηση ότι θα μπορούσε να γίνει καλύτερη καταγραφή στα περιστατικά κορωνοϊού, αν υπήρχαν τυχαίες δειγματοληψίες ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς έτσι θα γινόταν γνωστό πως εξελίσσεται η πανδημία πριν την κορύφωση της.
Ο κορωνοϊός και η ψυχολογία των πολιτών
Ο καθηγητής τόνισε πως η διαχείριση μιας πανδημίας, δεν αφορά μόνο το υγειονομικό κομμάτι αλλά και την απομόνωση που υπάρχει σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. «Ας σκεφτούμε όσους έμεναν μόνοι τους, τα ψυχολογικά προβλήματα εκεί, ήταν πιο έντονα, υπάρχουν εκπαιδευτικά προβλήματα γιατί τα παιδιά δεν πήγαιναν σχολείο για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά και με την κοινωνικοποίηση τους. Το ερώτημα είναι τι θα κάνουμε αν μας προκύψει ένα τέτοιο φαινόμενο ξανά. Έχουμε μάθει τα μαθήματα μας; Πρέπει να έχουμε πιο νωρίς θεραπευτικές παρεμβάσεις, προς τα εκεί κινείται η παγκόσμια κοινότητα. Δημιουργείται ένα παγκόσμιο ταμείο για να αντιμετωπίσουμε τις νέες πανδημίες με ένα ποσό μόνο 10 δισ. δολάρια. Θα έπρεπε να έχουμε μάθει λίγο καλύτερα το μάθημα μας, νομίζω» τόνισε ο κ. Μόσιαλος και πρόσθεσε:
«Υπάρχει μια λογική στη χώρα μας της επιδοματικής πολιτικής, η λογική του εδώ και τώρα δηλαδή. Αυτό θα συνεχίσει να υπάρχει αλλά παράλληλα πρέπει να δούμε τις μεγάλες υποδομές στην παιδεία και την υγεία. Αλλιώς ούτε οι κοινωνικές ανισότητες θα μειωθούν, ούτε καλύτερα προετοιμασμένοι, θα είμαστε να αντιμετωπίσουμε φαινόμενα είτε σωματικής είτε ψυχικής υγείας, που προκαλούνται μετά από τόσες μεγάλες καταπονήσεις όπως η πανδημία».
Κλείνοντας, ο κ. Μόσιαλος αναφέρθηκε στην φαρμακευτική πολιτική λέγοντας πως το 2000 η χώρα διέθετε 1 δισ. από τον κρατικό προϋπολογισμό για τα φάρμακα και το 2009 έφτασε να διαθέτει πάνω από 5,5 δισ. ευρώ. «Ταυτόχρονα δημιουργήθηκε μια σημαντική αποβιομηχάνιση στην Ελλάδα. Το 1990 το 85% των φαρμάκων περίπου που καταναλώναμε γινόταν η παραγωγή στην Ελλάδα, τώρα είναι λιγότερο από 20%. Προφανώς όμως υπάρχει μια υπερκατανάλωση, ορισμένων φαρμάκων όπως τα αντιβιοτικά, δεν ευθύνονται όμως μόνο οι πολίτες, υπάρχει και υπερβολική συνταγογράφηση. Αυτό μεταφράζεται σε 1.700 θανάτους το χρόνο, αυτή είναι η εκτίμηση από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης Νοσημάτων στην Σουηδία. Προσεγγίζουν περίπου τον αριθμό θανάτων από τροχαία. Η πλειονότητα των θανάτων θα μπορούσε να είχε προληφθεί, με περιστολή της συνταγογράφησης των αντιβιοτικών, των οποίων η κατανάλωση δεν μειώθηκε».