Ο λεγόμενος “Διάδρομος Zangezur” έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πλέον κρίσιμους γεωστρατηγικούς κόμβους της περιοχής του Νότιου Καυκάσου. Αν και παρουσιάζεται επίσημα ως ένα έργο υποδομής με στόχο τη διευκόλυνση του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Τουρκίας, στην πραγματικότητα, πίσω από αυτό το φαινομενικά οικονομικό εγχείρημα διαφαίνεται μια πολυεπίπεδη γεωπολιτική στρατηγική που έχει ως αποδέκτη κυρίως το Ιράν.
Το Ιράν αντιλαμβάνεται το σχέδιο όχι απλώς ως μια εμπορική πρωτοβουλία, αλλά ως μια συντονισμένη προσπάθεια απομόνωσής του, με τη συμμετοχή Τουρκίας, Αζερμπαϊτζάν, δυνάμεων του ΝΑΤΟ και παρασκηνιακά, του Ισραήλ. Αυτό εγείρει ερωτήματα για το κατά πόσο ο Διάδρομος Zangezur μπορεί να θεωρηθεί ένα εργαλείο «ήπιας ισχύος» ή ένα γεωπολιτικό όπλο αναδιαμόρφωσης του περιφερειακού χάρτη.
Η ονομασία “Zangezur” δεν είναι τυχαία. Προέρχεται από μια ιστορική περιοχή της Ρωσικής αυτοκρατορίας, που δημιουργήθηκε το 1868 και αποτελεί μήλον της έριδος μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για δεκαετίες. Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, οι διεκδικήσεις γύρω από αυτή την περιοχή εντάθηκαν, ιδιαίτερα με φόντο τις συγκρούσεις στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Ο προτεινόμενος διάδρομος θα περνά μέσα από την αρμενική επαρχία Syunik, έναν κρίσιμο θύλακα ανάμεσα στο Ιράν, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν. Η υλοποίησή του θα έχει άμεσες επιπτώσεις για την εδαφική ακεραιότητα της Αρμενίας, αλλά και για τη γεωπολιτική επιρροή του Ιράν στη νότια Καυκασία.
Η οικονομική σημασία δεν είναι τόσο σημαντική όσο είναι η γεωστρατηγική σημασία του Zangezur. Η γεωγραφική σημασία της περιοχής δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Το μοναδικό σημείο άμεσης χερσαίας σύνδεσης του Ιράν με την Αρμενία, μήκους περίπου 44 χιλιομέτρων, κινδυνεύει να αποκοπεί αν ολοκληρωθεί ο διάδρομος υπό τη μορφή που προτείνεται.
Αυτό θα απομόνωσει του Ιράν από το βόρειο του διάδρομο προς τον Καύκασο και την Ευρώπη, θα μείωση του στρατηγικού ρόλου του Ιράν ως διαμετακομιστικού κόμβου ενέργειας και εμπορίου, και θα αυξήσει την γεωστρατηγικής επιρροή της Τουρκίας και του Αζερμπαϊτζάν, με την υποστήριξη εξωτερικών δυνάμεων.
Ο ρόλος της Τουρκίας και του Αζερμπαϊτζάν είναι κρίσιμος στον νέο διάδρομο. Ο Πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν, Ιλχάμ Αλίγιεφ, είναι από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της κατασκευής του διαδρόμου, τον οποίο παρουσιάζει ως μια εθνική αποκατάσταση της συνδεσιμότητας του Αζερμπαϊτζάν με τον θύλακα του Ναχτσιβάν και την Τουρκία. Η Τουρκία, με τη σειρά της, βλέπει το έργο ως ένα στρατηγικό άνοιγμα προς την Κεντρική Ασία, καθώς συνδέεται απευθείας με το Τουρκμενιστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Καζακστάν.
Η συμμαχία Τουρκίας-Αζερμπαϊτζάν εδράζεται στην κοινή τους πολιτισμική και εθνοτική ταυτότητα («μία γλώσσα, ένα έθνος») και ενισχύεται με στρατιωτικές ασκήσεις, ενεργειακές συμφωνίες και τεχνολογική συνεργασία. Βρετανοί επενδυτές και ισραηλινές εταιρείες ασφαλείας έχουν, επίσης, εκδηλώσει έντονο ενδιαφέρον, προβάλλοντας το σχέδιο ως ευκαιρία ασφάλειας και οικονομικής ανάπτυξης.
Το Ιράν είναι ο αποδέκτης της γεωπολιτικής πίεσης. Το Ιράν θεωρεί τον Διάδρομο Zangezur ως ένα “σιωνιστικό σχέδιο” αποσταθεροποίησης, το οποίο αποσκοπεί στην αποκοπή της πρόσβασής του στην Αρμενία και μέσω αυτής στην Ευρώπη, στην υπονόμευση της επιρροής του στον Καύκασο και στην απομόνωση του από τη Ρωσία, και στην πρόκληση εθνοτικής αστάθειας μέσω της αναζωπύρωσης αυτονομιστικών κινημάτων στο βορειοδυτικό Ιράν (Ιρανικό Αζερμπαϊτζάν).
Το Ιράν φοβάται επίσης ότι το έργο αυτό μπορεί να αποτελέσει μοχλό στρατιωτικής πίεσης από τις δυνάμεις του ΝΑΤΟ, μέσω Τουρκίας και Αζερμπαϊτζάν, οι οποίες έχουν ενισχύσει τη στρατιωτική τους συνεργασία τα τελευταία χρόνια.
Το ΝΑΤΟ, αν και δεν εμφανίζεται επισήμως ως υποστηρικτής του διαδρόμου, ωφελείται στρατηγικά από την ολοκλήρωσή του. Ένα πιο “ανοιχτό” Αζερμπαϊτζάν, ενισχυμένο με υποδομές και υποστήριξη της Τουρκίας, μπορεί να χρησιμεύσει ως προκεχωρημένο φυλάκιο επιρροής της Δύσης στην ευρύτερη περιοχή του Καυκάσου.
Επιπλέον, η αποδυνάμωση της ιρανικής επιρροής ευνοεί τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης, κυρίως των ΗΠΑ και του Ισραήλ, σε μια εποχή όπου η αναχαίτιση του Ιράν θεωρείται κορυφαία προτεραιότητα, τόσο για λόγους ασφάλειας όσο και για τον περιορισμό της Ρωσίας και της Κίνας.
Δεν πρέπει όμως να παραβλέπετε το ρίσκο της αποσταθεροποίησης. Η επιβολή ενός τέτοιου διαδρόμου χωρίς τη συναίνεση της Αρμενίας και του Ιράν μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των εντάσεων στα σύνορα, ανάφλεξη εθνοτικών κινημάτων στο Ιράν και στη νότια Αρμενία, περισσότερη στρατιωτικοποίηση της περιοχής, με συμμετοχή τρίτων δυνάμεων και αναδιάταξη συμμαχιών, με πιθανή περαιτέρω σύγκλιση Ιράν-Ρωσίας-Κίνας σε αντινατοϊκή κατεύθυνση.
Η Ρωσία βρίσκεται σε ένα μεγάλο δίλλημα. Η Ρωσία, με παραδοσιακή επιρροή στον Καύκασο, διατηρεί στρατιωτική παρουσία στην Αρμενία και έχει ενδιαφέρον να αποτρέψει την επέκταση της τουρκικής και δυτικής επιρροής στην περιοχή. Ωστόσο, η Μόσχα, εξασθενημένη από τον πόλεμο στην Ουκρανία, δεν έχει την ίδια αποφασιστικότητα να επέμβει όπως στο παρελθόν.
Παράλληλα, η αμφιθυμία της Αρμενίας να στραφεί προς τη Δύση έχει αφήσει τη Ρωσία σε μια αβέβαιη θέση, ενώ οι κινήσεις του Αζερμπαϊτζάν μοιάζουν να εξυπηρετούν τις ανταγωνιστικές στρατηγικές της Άγκυρας και του ΝΑΤΟ.
Ο Διάδρομος Zangezur, αν και προβλήθηκε ως έργο υποδομής για οικονομική ευημερία, είναι στην ουσία ένα γεωπολιτικό σχέδιο βαθιάς στρατηγικής σημασίας. Η ολοκλήρωσή του απειλεί να προκαλέσει ριζικές ανακατατάξεις στην ευρύτερη περιοχή, αποδυναμώνοντας το Ιράν και περιορίζοντας την παρουσία του στον Καύκασο, ενισχύοντας την Τουρκία ως κύριο διαμετακομιστικό κόμβο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και ανοίγοντας τον δρόμο για διείσδυση του ΝΑΤΟ στα βορειοδυτικά σύνορα του Ιράν.
Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο διάδρομος αυτός θα λειτουργήσει ως γέφυρα συνεργασίας ή ως σκανδάλη αποσταθεροποίησης. Το Ιράν, οι δυνάμεις της περιοχής και η διεθνής κοινότητα καλούνται να σταθμίσουν προσεκτικά το τίμημα μιας επιλογής που μπορεί να φέρει περισσότερη σύγκρουση παρά συνδεσιμότητα.
Η χώρας μας βρίσκεται σε αδράνεια και με έλλειψη ευρύτερου στρατηγικού σχεδιασμού, για τους νέους εμπορευματικούς διάδρομους και τις γεωοικονομικές και γεωπολιτικές ανακατατάξεις, κινδυνεύει να χάσει και την κατάληξη του Ινδικού Δρόμου του μεταξιού (IMEC) στον Πειραιά από Ιταλούς ανταγωνιστές.