Ένας νέος αιματηρός εμφύλιος πόλεμος ξέσπασε το πρωί του Σαββάτου στο Σουδάν, με τον επικεφαλής του στρατού Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουχράν πρόεδρο της κυβέρνησης να μάχεται εναντίον του αρχηγού της πολιτοφυλακής και αντιπρόεδρο της ίδιας κυβέρνησης, για τον έλεγχο εξουσίας της τρίτης μεγαλύτερης χώρας της Αφρικής.
Σύμφωνα με όλα τα ειδησεογραφικά πρακτορεία και το BBS, η κατάσταση που διαμορφώνεται σήμερα στο Σουδάν είναι όπως παρακάτω.
Οι συγκρούσεις είναι σφοδρές, περισσότερες από ποτέ μαζί με τις βόμβες που εκρήγνυνται στην πρωτεύουσα Χαρτούμ και οι απλοί πολίτες που δεν συμμετέχουν να προσπαθούν να σωθούν από το μένος του εμφυλίου, διερωτώμενοι για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό το μακελειό.
Το Σουδάν όπως και οι περισσότερες χώρες της Αφρικής έχουν την ευχή και την κατάρα να διαθέτουν ένα πραγματικά μεγάλο αποθεματικό ενεργειακών κοιτασμάτων και πρώτων υλών στον κόσμο. Ευχή γιατί με την κατάλληλη αξιοποίησή τους οι λαοί της Αφρικής μπορούν να εξασφαλίσουν μεγάλη ποσότητα πλούτου για τις χώρες τους, αλλά και κατάρα γιατί πλήθος μνηστήρων σε δύση και ανατολή τις διεκδικεί και ζητά με κάθε τρόπο μερίδιο από την εκμετάλλευσή τους.
Τα συμφέροντα που απορρέουν από την εξόρυξη αυτών των γεωλογικών αποθεμάτων, οδήγησαν μέχρι σήμερα την μετατροπή της Αφρικής σε πεδίο συγκρούσεων και ανταγωνισμών εταιριών και μεγάλων χωρών, με αποτέλεσμα την παρατεταμένη καταπίεση των αφρικανικών λαών και των εμφυλιοπολεμικών συγκρούσεών τους.
Πριν από δυο μήνες το Σουδάν είχε γίνει «κέντρο διερχομένων» ξένων επισκεπτών, πολιτικών, υπουργών, επιχειρηματιών και άλλων ενδιαφερόμενων αντιπροσωπειών. Δεν είναι βέβαια μόνο η γεωγραφική θέση που το καθιστά πόλο έλξης, αλλά κυρίως το οικονομικό ενδιαφέρον που προσελκύουν τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και χρυσού που κρύβονται στο υπέδαφός του.
Στις αρχές Φεβρουαρίου πραγματοποίησε «ιστορική επίσκεψη» στο Χαρτούμ ο Ισραηλινός υπουργός Εξωτερικών Έλι Κοέν, για να επικυρώσει με τον κυβερνήτη στρατηγό Αμπντέλ Φατάχ αλ-Μπουχράν τις λεπτομέρειες της ειρηνευτικής συμφωνίας Ισραήλ – Σουδάν. Λίγο αργότερα ήταν η σειρά του Ρώσου υπουργού Σεργκέϊ Λαβρόφ για μια επίσκεψη σύναψης συνεργασιών με τον ηγέτη του Σουδάν στρατηγό Μπουρχάν, αλλά και με τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και σημερινό αντίπαλο του Χεμέτι αρχηγό των Δυνάμεων Ταχείας Υποστήριξης (RSF) στο Σουδάν. Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών είχε δηλώσει τότε ότι η χώρα του σχεδιάζει να αποκτήσει στρατιωτικές βάσεις στις ακτές του Σουδάν, για να υποστηρίξει τη δράση των ρωσικών μισθοφορικών δυνάμεων στη γειτονική Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Όλα αυτά γίνονταν την ίδια ώρα που στο Χαρτούμ βρίσκονταν αντιπροσωπείες των ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου, Νορβηγίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης, που συζητούσαν με την κυβέρνηση του Σουδάν πώς θα εφαρμοστεί η συμφωνία που είχε γίνει το Δεκέμβριο του 2022, για τον τρόπο συνεργασίας και παράδοσης της εξουσίας στις πολιτικές δυνάμεις που θα κυβερνήσουν τη χώρα. Από το 1947 η ειρήνη και η Δημοκρατία αναζητούνται στο Σουδάν μέχρι και σήμερα, καθώς από τότε έχουν μεσολαβήσει τρεις εμφύλιοι πόλεμοι και η εδαφική διάσπαση του Νότιου Σουδάν το έτος 2011.
Για να αντιληφθούμε την πολυπλοκότητα της κατάστασης που επικρατεί σήμερα στο Σουδάν: Ο στρατηγός Μπουρχάν υποστηρίζεται από την Αίγυπτο, αλλά είναι και φίλος των Σουδανών ισλαμιστών που συνδέονται με τους Αδελφούς Μουσουλμάνους εχθρούς του Αιγύπτιου προέδρου. Την ίδια ώρα ο Μπουρχάν φέρεται ως υποστηριζόμενος από τα ρωσικά συμφέροντα στην περιοχή και συνάπτει συμφωνία για τη λειτουργία ρωσικών στρατιωτικών βάσεων στο ανατολικό Σουδάν.
Ταυτόχρονα ο αντίπαλός του Χαμέτι συγκεντρώνει την προτίμηση της Δύσης, του ΟΗΕ και της Ένωσης Αφρικανικών Κρατών, αλλά η παραστρατιωτική οργάνωση που ηγείται έχει δεσμούς με τη Ρωσία και ο ίδιος είχε επισκεφθεί τη Μόσχα στις αρχές του Ρωσοουκρανικού πολέμου.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω αναγραφόμενα είναι βέβαιο ότι ο εμφύλιος πόλεμος που μαίνεται σήμερα στο Σουδάν μεταξύ των στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων, θα έχει μοναδικό θύμα το λαό που παρακολουθεί αμέτοχος τις εξελίξεις και επιδιωκόμενο στόχο την επικράτηση των δυνάμεων της Δύσης και της Ανατολής, για τον έλεγχο εκμετάλλευσης των ενεργειακών κοιτασμάτων και του ορυκτού πλούτου.