Η οικογένεια είναι ο πρώτος πυρήνας μέσα στον οποίο τα παιδιά και μελλοντικοί ενήλικοι μαθαίνουν την ισότητα και την ισοτιμία.
Η μόρφωση και η πολιτιστική καλλιέργεια είναι ο δεύτερος πυρήνας, που είτε θα σμιλεύσουν τα δημοκρατικά και αυτόνομα πνεύματα που θα βελτιώσουν την κατάσταση, ή θα δημιουργήσουν τους επόμενους εκπροσώπους της λανθάνουσας πατριαρχικής και φαλλοκρατικής αντίληψης.
Διαβάζοντας ελληνική ποίηση, μέρος της οποίας ακόμη και σήμερα διδάσκεται στο μάθημα της Ελληνικής Γλώσσας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν είναι δυσδιάκριτοι οι διαφορετικοί ρόλοι ανδρών και γυναικών και τα στερεότυπα που προωθούνται για τους ρόλους αυτούς. Στερεότυπα και «ταμπελάκια» όχι όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως οι ποιητές μέσα από το έργο τους θέλουν να τα παρουσιάσουν.
Μέσα από τα ποιήματα αυτά η γυναίκα παρουσιάζεται αδύναμη, εξαρτώμενη από την οικονομική ευμάρεια ή ανέχεια και τις διαθέσεις του πατριάρχη της οικογένειας. Η οικογένεια έχει πάντα άντρα και παππού, ουδέποτε είναι μονογονεϊκή. Ανά περίπτωση και στίχο η γυναίκα – μητέρα ή για γιαγιά – εμφανίζεται νευρική ή στοργική και πάντα μα πάντα είναι καλή νοικοκυρά και κλεισμένη στο σπίτι (παράδειγμα προς μίμηση) ή τσαπατσούλα και «σουρτούκα» (παράδειγμα προς αποφυγή). Μέση κατάσταση δεν υπάρχει!!!
Οι τίτλοι ποιημάτων, όπως «Η μανούλα συγυρίζει» , αγνώστου ποιητή, «Η νοικοκυρούλα» του Κ. Καρυωτάκη, «Η δουλεύτρα» του Χ. Σακελλαρίου, «Η νοικοκυρά» του Λ. Λάμπρου – Καψάσκη), «Η προκομένη» του Β. Χαρωνίτη, «Η γκρινιάρα κούκλα» του Γ. Βιζυηνού και «Το προξενιό της κούκλας μου» του Δημήτρη Μανθόπουλου είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της παραπάνω άποψης.
Τα κορίτσια ακολουθούν το πρότυπο της φρόνιμης μητέρας τους, μαθαίνουν μέσα από τα παιχνίδια να είναι νοικοκυρές, καθώς είναι το καθήκον που του έχει ορισθεί, και έως τα βαθιά μεσάνυχτα και τα βαθιά γεράματα, η μοίρα τους είναι η λάτρα του σπιτιού, το μαγείρεμα και η τυφλή υπακοή στα αρσενικά του σπιτιού.
Στο ποίημα «Η σύγχρονη γιαγιά» του Δημήτρη Μανθόπουλου, ερχόμαστε να γνωρίσουμε μια διαφορετική εκδοχή της γιαγιάς, μέσα από τις περιγραφές της εγγονής. Εδώ, λοιπόν, ο όρος «σύγχρονη γιαγιά» δεν συνδυάζεται με κάποιο επαγγελματικό ή άλλο δυνατό επίτευγμα, αλλά με την περιγραφή μιας γυναίκας που σωφάρει, ακούει μοντέρνα μουσική και καλλωπίζεται σε σημείο τέτοιο που συναγωνίζεται σε ομορφιά και νιάτα την εγγονή της.
Το γεγονός ότι η γιαγιά δεν ξέρει να λέει παραμύθια, ούτε να γνέθει, αποδίδεται με μια δυσάρεστη νότα διήγησης, ενώ η αγάπη της να μιλάει για πολιτική έρχεται σε συνονθύλευμα στίχου με την μοντέρνα μουσική, όπερ και η πολιτική παύει να είναι μανιφέστο ανεξαρτησίας, γίνεται χόμπυ μιας καρικατούρας γιαγιάς.
Ακολουθούν οι στίχοι με αναφορές σε κομμώσεις και ινστιτούτα, που η γιαγιά του ποιήματος επισκέπτεται με σκοπό να «ξεγελάσει τον χρόνο» και να γίνει πιο νέα και πιο όμορφη από την εγγονή.
Διαβάζονται αυτό το ποίημα, οι αναγνώστες ξανασυστήνονται στη ζηλιάρα μητριά με τον καθρέπτη που δεν αντέχει τις αλλαγές της ηλικίας πάνω της και προσπαθεί να σταματήσει τον χρόνο και να καταστρέψει όποια είναι πιο νέα και όμορφη από εκείνη. Η ποίηση έρχεται να αφαιρέσει το δικαίωμα στην γυναικεία ομόνοια και αλληλεγγύη: οι γυναίκες «σφάζονται μεταξύ τους για την κατάκτηση του πρώτης θέσης στο αντρικό στερεότυπο της γυναικείας ομορφιάς».
Αντιθέτως, τα αντρικά χαρακτηριστικά προβάλλονται να είναι η εργατικότητα, η οικονομική ισχύς, η δύναμη, η κοινωνικότητα και η κυριαρχία. Πάντα, ο άντρας είναι έξυπνος και πολυτεχνίτης, πάντα τα απογεύματα του ανήκουν για να ξαποστάσει, πάντα είναι ομοφοβικά «αρσενικός» και σε όλα τα ποιήματα, τα παιδιά του ανυπομονούν να επιστρέψει σπίτι και στέκονται στην σειρά για ένα του στοργικό χάδι.
Μερικοί τίτλοι ποιημάτων που αναφέρονται στον ρόλο του άντρα, της ίδιας εποχής περίπου, είναι: «Ο χρυσός μου ο πατέρας», αγνώστου ποιητή, «Έρχεται ο πατέρας» των Γ. Βιζυηνού και Σ. Καψάσκη), «Ο μπαμπάς μου» από την σχολική ποιητική ανθολογία του Γιακμογλίδη, και το «Βραδάκι» του Κωστή Βελμύρα.
Ο πατέρας εργάζεται έξω από το σπίτι, κουράζεται, ιδρώνει και φέρνει χρήματα στο σπίτι για να έχει προκοπή «το παιδί» (όχι η κόρη) να μάθει γράμματα και να γίνει δυνατός σαν τον πατέρα. Η επιστροφή του πατέρα στο σπίτι φέρνει μια όμορφη μυρωδιά στον αέρα, φέγγει το σπιτικό, η μητέρα του πλένει τα πόδια για τον ξεκουράσει, πριν ο άντρας καθίσει στο τραπέζι για το φαγητό, ενώ τα παιδιά τρέχουν στην αγκαλιά του και του φιλούν τα χέρια.
Τα αγόρια, με πρότυπο αυτό του πατέρα της ποίησης, δεν χρειάζεται να μάθουν να κάνουν δουλειές, ούτε να είναι τακτικά, αρκεί να είναι έξυπνα, να εντοπίσουν και να παντρευτούν τα τακτικά κορίτσια και τις νοικοκυρές που φρόνιμα θα τους υπηρετήσουν για το υπόλοιπο της ζωής τους.
Τα παιχνίδια μέσα στην ποίηση ενισχύουν, με την σειρά τους, τον διαχωρισμό των φύλων μέσα στην κοινωνία. Κούκλες για τα κορίτσια, σπαθιά, τανκς, τρακτέρ και βάρκες με κουπιά για τα αγόρια, τα προετοιμάζουν για τους ρόλους που οι γονείς τους και ο φιλικός περίγυρος τους ονειρεύονται να αναλάβουν «όταν μεγαλώσουν».
Στο ποίημα «Οι φίλοι», αγνώστου ποιητή, ο Γιάννης έλαβε πέντε τάνκς για την γιορτή του, καθώς ονειρεύεται να γίνει ξακουστός και τρομερός στρατηγός, ο Στρατής και ο Θανάσης έχουν φτιάξει δύο τρακτέρ και δύο καράβια για να οργώνουν τους αγρούς και να ψαρεύουν τα βράδια, ενώ η Λενιώ του ποιήματος κεντάει λίγο πιο πέρα και κουνάει την κούκλα της για να αποκοιμηθεί, ώστε ξέγνοιαστη, στην συνέχεια, να συγυρίσει όλο το νοικοκυριό «για να είναι η πρώτη στο χωριό».
Η ποίηση ορίζει ως μόνη φιλοδοξία των γυναικών να ξεπερνάει η μία σε νοικοκυροσύνη την άλλη. Μη υγιής και άνευ ουσίας ανταγωνιστικό το ποιητικό περιβάλλον για τις γυναίκες, οι οποίες ξοδεύουν την ζωή τους μακριά από τον στόχο να γίνουν οι καλύτερες εκδοχές των εαυτών και καταδικασμένες να αριστεύουν ως υπηρέτριες ανδρών και μήτρες γέννησης παιδιών, που με την σειρά τους θα αναπαράγουν τα βολικά πατριαρχικά στερεότυπα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τα επαγγέλματα. Ο πιτσιρικάς, του ποιήματος «Τι θα γίνω» της Π. Κυριαζοπούλου – Βαλινάκη παραπονιέται που τα μέλη της οικογένειας του και οι γείνονες ονειρεύονται να τον δουν πιλότο, γιατρό, τσαγκάρη, οδηγό, ποδοσφαιριστή, χορευτή ή πωλητή γλυκών ή παιχνιδιών και δεν τον αφήνουν να προκόψει σε ότι εκείνος αποφασίσει να γίνει.
Στο ποίημα του Κ. Ταΐζη το αγόρι γίνεται αεροπόρος, ενώ στο ποίημα «Ο σιδεράς» των Χ. Σακελλαρίου – Σπ. Καψάσκη, καθώς και στα ποιήματα «Του εργάτη» και «Μηχανικός» αγνώστων ποιητών, οι τίτλοι δίνουν αμέσως και το επάγγελμα, που το βιολογικό φύλλο ορίζει ο ήρωας των ποιημάτων ως μεγαλώσει να γενεί.
Για τα κορίτσια οι Χ. Σακελλαρίου – Σπ. Καψάσκη έχουν γράψει το ποίημα «Η μοδιστρούλα» μέσα από τους στίχους του οποίου παρακολουθούμε, καθισμένη σε έναν σκαμνάκι, τη μικρή Ελενίτσα κόβοντας και ράβοντας, για να ντύσει τα παιδιά της πριν πιάσει το κρύο του χειμώνα, να αναπαράγει το πρότυπο της μητέρας της.
Διαβάζοντας το ποίημα «Η αστροναύτισσα» της Ρένας Καρθαίου, παρακολουθούμε την ηρωΐδα του ποιήματος να φεύγει για το φεγγάρι, φορτωμένη βαλίτσες και πράγματα, χώμα και σπόρους. Σκοπός του διαστημικού ταξιδιού είναι να συγυρίσει το φεγγάρι και να το κάνει ολάνθιστη αυλή. Και αφού επιτευχθεί ο στόχος της και το φεγγάρι ολάνθιστο θα αστράφτει από καθαριότητα, ήρεμη και χαρούμενη πλέον, θα επιστρέψει πίσω στον πλανήτη γη να συνεχίσει να τακτοποιεί το σπίτι της για το υπόλοιπο της ζωής της.
Ακόμη και στο διάστημα η γυναίκα δεν θα ξεφορτωθεί την στολή της καλής νοικοκυράς.
Το μήνυμα ελήφθη!!
Η ποίηση, εκτός από ύψιστη μορφή τέχνης, έρχεται να μεταβιβάσει πληροφορίες, κοινωνικές αντιλήψεις, νόρμες και απόψεις που έχουν σχέση με τους ρόλους των ανθρώπων μέσα στον κοινωνικό ιστό, αλλά και να προάγει μορφές συμπεριφοράς μεταξύ τους, που αναμένονται να εξυψώσουν τον άνθρωπο, ανεξαρτήτου φύλου ή αυτοπροσδιορισμού, στο σύνολο που αποκαλούμε υγιή κοινωνία.
Το «Γιοφύρι της Άρτας» δεν είναι ένα ρομαντικό ποίημα, που στην συνέχεια μελοποιήθηκε και έγινε πασίγνωστο δημοτικό άσμα. Πρόκειται για στίχους που προάγουν τις προλήψεις, τις προκαταλήψεις και την βία κατά των γυναικών. Σκέψεις μέσω των στίχων, που παρέχουν άφεση αμαρτιών στον πρωτομάστορα και τους συνεργάτες τους για την επαγγελματική τους ανικανότητα. Περιγραφή προθέσεων και πρακτικών που δικαιολογούν την γυναικοκτονία στον βωμό της ποιητικής και λογοτεχνικής αφηγηματικής αιτιολόγησης του φερετζέ της «θυσίας».
Για το θύμα, ο ποιητής και ο μελωδός κατευνάζουν τις όποιες τύψεις θα μπορούσαν να προκύψουν με το λούστρο της «όμορφης γυναίκας του πρωτομάστορα» και της «λυγερής του Άδη». Όροι που αναφερόμενοι στο θύμα, της αποδίδουν και μετά θάνατο την σφραγίδα της ιδιοκτησίας της από τα αρσενικά που ορίζουν το πεπρωμένο της: τον άντρα και δολοφόνος της και τον Άδη.
Η προώθηση και η διδασκαλία στα σχολεία ποιημάτων με σοβαρές ενδείξεις υπόθαλψης στερεοτύπων και διαχωρισμού των ρόλων ανάμεσα στα φύλα, μόνο μόρφωση ή πολιτισμική υγιής κουλτούρα δεν μπορούν να θεωρηθούν, ιδιαίτερα στις ευαίσθητες προσχολικές και σχολικές ηλικίες.
Τα ποιήματα αυτής της μορφής θα μπορούσαν να θεωρηθούν κακοχτισμένη λάσπη της προαγωγής των ηθών που μέσα από ομοιοκαταληξίες και επιθετικούς προσδιορισμούς υποχρεώνουν τις γυναίκες να καταπνίξουν τις επιθυμίες τους και να θυσιάσουν την ζωή τους στον βωμό του πατριαρχικού συστήματος.
Ενός συστήματος που μόνο ασφαλές δεν είναι για τις γυναίκες και τα κορίτσια, καθώς μέσα από αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς και «κώδικες τιμής», τις υποβάλλει την ιδέα ότι η αρετή ισοδυναμεί με θυσίες, ο άντρας διαφεντεύει, ενώ η γυναίκα υπηρετεί.
Και αν είναι και «κακορίζικη», ο άντρας της θα την δολοφονήσει με την σύμφωνη γνώμη των δικών του, επειδή το καταδικασμένο εξ αρχής να καταρρεύσει οικοδόμημα που έστησε δεν στάθηκε όρθιο στα σαθρά θεμέλια του.
Η ποίηση που αφορά την ομορφιά του κόσμου που ζούμε, καλό θα είναι να προάγει την ομορφιά του κόσμου που ζούμε.
Και οι «διαφορετικοί» προορισμοί και προσδιορισμοί των ανθρώπων, ακόμη και μέσα από την ποίηση, θα εξαρτώνται από τις διαφορετικές επιθυμίες της καθεμιάς και του καθενός μας, από τις ικανότητές μας και από ότι αγαπάει η καρδιά μας.
Το φύλο που μόνο βιολογικά και οργανικά φέρουμε, ούτε μας ορίζει, ούτε μας καθορίζει.