Από νεαρή ρεπόρτερ στις εφημερίδες της Πάτρας, η Αγγελική Νικολούλη ασχολούνταν με δολοφονίες. Θυμάται την υπόθεση ενός παιδιού σε ίδρυμα που το δολοφόνησαν, το τύλιξαν σε μια κουβέρτα και το πέταξαν στην άκρη ενός κεντρικού δρόμου. «Εδωσα, τότε, έναν μεγάλο αγώνα μέχρι τέλους. Στην εφημερίδα «Απογευματινή» ασχολήθηκα επίμονα και μεθοδικά με τα εγκλήματα του «δράκου» Παπαχρόνη αλλά και με την υπόθεση δολοφονίας του αστυνομικού Κολιτσόπουλου. Η χήρα του, με την οποία μίλησα πριν καν την πλησιάσουν οι αστυνομικοί, δεν με έπεισε και το ρεπορτάζ μου τότε στην εφημερίδα άνοιξε τον δρόμο για να λάμψει η αλήθεια. Ποιος να μου το έλεγε ότι 27 χρόνια αργότερα θα αναζητούσα στο «Τούνελ» τον 30χρονο γιο τους – μάρτυρα εγκλήματος στην τρυφερή ηλικία των τεσσάρων χρόνων. Το τραυματισμένο ψυχικά παιδί δεν βρέθηκε ποτέ… Με δολοφονίες ασχολήθηκα και στον «Ελεύθερο Τύπο» όπου εργαζόμουν ως υπεύθυνη του αστυνομικού ρεπορτάζ και του ελεύθερου. Ανάμεσα στις υποθέσεις, ξεχώρισε η έρευνα για τον δράκο, τον Μπέσκο, ο οποίος δρούσε στα νότια προάστια. Είχα αναλύσει το προφίλ του και εντόπισα την ημέρα και την ώρα που «χτυπούσε». Εφτασα στο σημείο, γιατί δεν με πίστευαν, να γράφω στην εφημερίδα ότι «απόψε θα χτυπήσει ο δράκος». Και «χτυπούσε»… Οι Αρχές, θορυβημένες, έβαλαν γυναίκα αστυνομικό για δόλωμα στην πορεία του και τον έπιασαν. Τότε, νεαρή ρεπόρτερ εγώ, εισέπραξα δημόσια ένα μεγάλο υπουργικό «εύγε»».
Υστερα από τόσα χρόνια εμπειρίας, ποιος είναι, κατά τη γνώμη της, ο υπ’ αριθμόν ένα λόγος που κάνει έναν άνθρωπο δολοφόνο; Το πάθος, ο έρωτας δηλαδή, το κέρδος; Μου λέει ότι τα τελευταία χρόνια το αστυνομικό ρεπορτάζ δεν σταματάει να εκπλήσσει με πρωτοφανείς υποθέσεις στα εγκληματολογικά χρονικά της χώρας. «Εκτιμώ ότι στην πλειονότητά τους, τα εγκλήματα κατά της ανθρώπινης ζωής συντελούνται υπό καθεστώς πάθους και εμμονής. Σε κάθε τους έκφανση… Στο «Τούνελ» έχουμε δει την αγάπη να γίνεται μίσος, τη ζήλια και την απόρριψη να μετατρέπονται σε εμμονές στο μυαλό του θύτη. Η εκδίκηση έχει τον κυρίαρχο ρόλο σε ένα αρρωστημένο, θολωμένο μυαλό. Δεν μπορούν να διαχειριστούν όλοι την εμμονή που τους τυφλώνει και φτάνουν στα άκρα».
Υπάρχουν δολοφονικές φύσεις ή όλοι, όπως λένε, είμαστε, υπό συνθήκες, εν δυνάμει δολοφόνοι; «Είναι μία συνάρτηση πολλών παραγόντων. Κανείς δεν γεννιέται φονιάς, αλλά ούτε όλοι οι φόνοι είναι αποτέλεσμα της «κακιάς στιγμής». Είναι όλα όσα κουβαλάει ο καθένας μας μέσα του. Τα βιώματα από την παιδική του ηλικία, η οικογένεια, το σχολείο, η κοινωνία στην οποία ζητά να ενταχθεί. Η ίδια η ζωή. Πολλές φορές ένα φαινομενικά «αθώο» ψυχικό τραύμα, μπορεί να στοιχειώσει μια ζωή και υπό συγκεκριμένες συνθήκες να οδηγήσει ακόμα και σε δολοφονία. Είναι εξαιρετικά λυπηρό ότι έχει γίνει σύνηθες το να βλέπουμε τίτλους ειδήσεων όπως «Μάνα σκότωσε τα παιδιά της…», «Δολοφόνησε τη σύζυγό του και σκηνοθέτησε ληστεία…», «Σκότωσε τη μητέρα του…», «Εκτέλεσε από ζήλεια τη γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του». Αν τέτοιοι τίτλοι δεν μας προκαλούν πλέον εντύπωση, είναι ένα γεγονός που θα πρέπει να μας προβληματίσει έντονα».
Στα τριάντα, περίπου, χρόνια που κάνει την εκπομπή, η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί σοβαρές μεταλλάξεις. Τη ρωτάω αν αυτές «καταγράφονται» και στην εγκληματικότητα αλλά και τους λόγους που ωθούν κάποια άτομα να «εξαφανίζονται». «Ακούμε μεταλλάξεις και το μυαλό μας πάει αμέσως στον κορωνοϊό. Και μιας που το αναφέραμε, θεωρώ πως ο εγκλεισμός έκανε κακό σε πολύ κόσμο και όσα προβλήματα υπήρχαν θαμμένα στον καθένα, ήρθαν στην επιφάνεια. Σίγουρα μέσα σε τρεις δεκαετίες το έγκλημα έχει αλλάξει, έχει προχωρήσει σε άλλο, πιο σκληρό και οργανωμένο επίπεδο. Ευτυχώς που εξελίχθηκε και η τεχνολογία με τη βοήθεια της οποίας η Αστυνομία φτάνει πιο γρήγορα στον δράστη, συνεπώς και στην εξιχνίαση της υπόθεσης. Παλιότερα αυτή τη δουλειά έκαναν μόνο τα κοφτερά μυαλά των αστυνομικών που υπηρετούσαν την πάταξη του εγκλήματος. Εξακολουθούμε να έχουμε ανάγκη τέτοια στελέχη και να μην περιμένουμε μόνο από εργαστήρια να ανάψουν φως σε ένα σκοτάδι. Συγγενείς θυμάτων διαμαρτύρονται και για τις ποινές. Για τα ισόβια που μόνο ισόβια δεν είναι. Δεν γίνεται να σκοτώνεις από πρόθεση έναν ή και περισσότερους ανθρώπους, να παίρνεις συχνά άδειες και μετά από κάποια χρόνια να αποφυλακίζεσαι».
Ο Γκράχαμ Γκριν έχει πει ότι πρέπει να νιώθεις πολύ σπουδαίος για να σκοτώσεις… «Οταν ένας συγγραφέας διατυπώνει τη γνώμη του για έναν φόνο, μπορεί να έχει στο μυαλό του κάτι συγκεκριμένο. Κάτι που έχει ζήσει στην πραγματικότητα ή έπλασε με τη φαντασία του. Δεν μένω σε αυτά τα λόγια του διάσημου βρετανού συγγραφέα, αλλά στις συνθήκες. Οι δολοφονίες που έχω ερευνήσει ως αστυνομική ρεπόρτερ αλλά και μέσα από την εκπομπή, είχαν πάντα το στοιχείο της έκπληξης. Επειδή ήθελα να αγγίζω την ψυχή του δράστη, να τη σκαλίζω όσο πιο βαθιά γίνεται, συνάντησα και μετάνοια και υπεροψία. Και δειλούς θύτες αλλά και άλλους που είχαν παγιδευτεί στην εγωπάθειά τους και έκαναν το ένα λάθος μετά το άλλο. Ο ίδιος ο Γκράχαμ Γκριν στον οποίο αναφέρεστε είχε πει και αυτό: Οι άνθρωποι που τους αρέσουν τα γνωμικά, λατρεύουν τις άνευ νοήματος γενικεύσεις».
Ως τηλεθεατής, έχω κάποιες φορές την εντύπωση ότι, κατά τη διάρκεια της εκπομπής, η συναισθηματική φόρτιση υπερβαίνει τη δημοσιογραφική λειτουργία. Πώς διατηρεί αυτές τις ισορροπίες; «Είναι αδύνατον να μη λυγίσεις μπρος στον ανθρώπινο πόνο, στην αδικία. Η δική μου θέση είναι ακόμη πιο δύσκολη ειδικά όταν γίνομαι αποδέκτης μιας σοβαρής μαρτυρίας ή όταν επιβεβαιώνεται στον αέρα το χειρότερο σενάριο. Το φορτίο είναι μεγάλο και απαιτεί λεπτό χειρισμό. Εχεις ευθύνη για το τι αλλά και πώς θα το μεταφέρεις στο τηλεοπτικό κοινό. Καλείσαι με ισορροπίες ακροβάτη να διατηρήσεις την ψυχραιμία σου και να μην πεις κάτι που θα μπορούσε να δημιουργήσει πρόβλημα στην έρευνα». Και ποια είναι η υπόθεση που τη «λύγισε» περισσότερο; «Είκοσι οχτώ χρόνια σε αυτή την εκπομπή, τα μάτια μου έχουν δει πάρα πολλά, πιστέψτε με. Αν έγραφα τα μισά από αυτά ως συγγραφέας, θα χρειαζόμουν τόμους ολόκληρους για να τα περιγράψω… Δεν θα ήθελα να μείνω σε μία συγκεκριμένη υπόθεση, γιατί πλέον είναι πολλές που με έχουν στιγματίσει. Ξέρετε, δεν υπάρχει μόνο αυτό που βλέπουν οι τηλεθεατές στον αέρα. Με θεωρούν σκληρή, δυναμική, είμαι όμως το αντίθετο. Συχνά λυγίζω και επηρεάζομαι περισσότερο, από ό,τι θα έπρεπε. Λέω πως δεν θέλω να μεταφέρω στο σπίτι το βαρύ φορτίο της εκπομπής, ωστόσο στην πράξη κάτι τέτοιο είναι αδύνατο».
Μετά την εκπομπή
Οπότε, μετά το τέλος της εκπομπής, τι κάνει για να χαλαρώσει; «Κοιμάμαι πρωί του Σαββάτου. Αυτό τα λέει όλα. Η δουλειά δεν σταματάει όταν πέσουν οι τίτλοι τέλους. Σχεδόν πάντα υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γίνουν άμεσα και δεν μπορούν να περιμένουν. Ξημερώματα είμαι ακόμα στο γραφείο και με έναν από τους συνεργάτες μου ενημερώνουμε την ιστοσελίδα της εκπομπής με όλες τις εξελίξεις στις υποθέσεις μας. Είναι όσα διαβάζετε εσείς αργότερα σε ενημερωτικές ιστοσελίδες. Σπάνια φτάνω σπίτι πριν από τις 06.00. Μου είναι δύσκολο να αποφορτιστώ από την πολύωρη εργασία μπροστά και πίσω από τις κάμερες. Με χαλαρώνουν ο πολυπόθητος ύπνος όταν έρθει και τα δυο γατάκια του γιου μου. Η καλή παρέα σε ένα κουτουκάκι με μουσική αργότερα είναι το ιδανικό».
Υπάρχουν κάποια στοιχεία συμπεριφοράς που προδίδουν έναν δολοφόνο; Για παράδειγμα, πώς κατάλαβε ότι ο Μουρατίδης (σκότωσε τη φίλη του) ή ο Αναγνωστόπουλος (υπόθεση Καρολάιν) έλεγαν ψέματα; Τελικά, υπάρχει τέλειο έγκλημα; «Τώρα ανοίγετε μία πολύ μεγάλη κουβέντα. Οι δύο υποθέσεις στις οποίες αναφερθήκατε, απαιτούσαν διαφορετική προσέγγιση και χειρισμό. Για παράδειγμα ο Δάνος δέχθηκε να με συναντήσει, ενώ με τον Μπάμπη μιλούσαμε μόνο μέσω μηνυμάτων. Με κρατούσε σε απόσταση, δεν ήθελε ούτε στο τηλέφωνο να μιλάμε για να έχει χρόνο να σκεφτεί την κάθε του απάντηση χωρίς να πέσει σε αντιφάσεις. Και οι δυο τους πάντως το λάθος το έκαναν… Η αλήθεια τελικά έλαμψε, όχι από τις ενδείξεις, αλλά από τα δεδομένα που προέκυψαν από την προσεκτική έρευνα. Προσωπικά περνάω από ακτινογραφία τον ύποπτο που μπορεί να έχω απέναντί μου. Μιλούν τα μάτια, οι εκφράσεις, το σώμα, οι κινήσεις. Και εκεί όμως πρέπει να έχεις τη ζυγαριά σου για να μην σε παρασύρει η εικόνα. Πάντως η εμπειρία τόσων χρόνων έχει δείξει στην πράξη, πως τέλειο έγκλημα δεν υπάρχει».
Το κοινό θυμάται τα πάντα
Και ποια είναι η υπόθεση που έχει καταγραφεί πιο έντονα στη συνείδηση του κοινού; Γενικά, τι της λένε οι άνθρωποι που τη συναντούν; «Οσα έχουν επιτευχθεί τόσα χρόνια μέσω της εκπομπής τυγχάνουν ευρείας αποδοχής. Νιώθω ευγνώμων σε όποιον έρχεται να με αγκαλιάσει, να μου δείξει την αγάπη του και να μου μιλήσει. Εκτιμούν τη δουλειά του «Τούνελ» και τη συνέπεια 28 χρόνων. Είναι δώρο σε καιρούς δύσκολους για τη δημοσιογραφία να μπορείς να κοιτάζεις στα μάτια όσους συναντάς. Ρωτούν για όλες τις υποθέσεις. Να ξέρετε, το κοινό της εκπομπής δεν έχει κοντή μνήμη. Θυμούνται και την παραμικρή λεπτομέρεια. Αυτό που ζητούν είναι να μην αφήσω, όσο περνά από το χέρι μου, τίποτα ανεξιχνίαστο, τίποτα στη λήθη. Τελευταία, βέβαια, αναφέρονται συνέχεια στο θρίλερ της Πάτρας με τη μητέρα και τα τρία νεκρά παιδιά της».
Τη ρωτώ τι δυσκολίες αντιμετώπισε ως γυναίκα σε έναν ανδροκρατούμενο χώρο. «Ανά τα χρόνια, πάρα πολλές… Το να είσαι η πρώτη γυναίκα αστυνομική ρεπόρτερ στην Ελλάδα, σ’ ένα μέχρι πρότινος ανδροκρατούμενο επάγγελμα, κάθε άλλο παρά εύκολο ήταν. Ειδικά εκείνα τα δύσκολα χρόνια που βγήκα εγώ στο ρεπορτάζ. Πολλά τα εμπόδια, αλλά έχω μάθει στη ζωή μου να παλεύω, να μην το βάζω κάτω. Εδινα από εκείνα τα χρόνια τον αγώνα μου και μιλούσα πάντα με τη δουλειά μου, σεβόμενη τους έμπειρους αστυνομικούς συντάκτες που είχαν λιώσει πολλά παπούτσια στο ρεπορτάζ και είχαν κινδυνέψει. Ο ρεπόρτερ πρέπει να αγαπά αυτό που κάνει, να δίνει και την ψυχή του και να επιμένει έως ότου βρει την άκρη ενός μπερδεμένου νήματος». Εχει σκεφτεί ποτέ, μετά από τόσα χρόνια και τόσες επιτυχίες να τα παρατήσει; «Δεν έχω σκεφτεί ποτέ στη ζωή μου να τα παρατήσω, όποιες δυσκολίες και αν συναντώ. Κάποια στιγμή όμως, νομοτελειακά, θα γίνει και αυτό, εν ευθέτω χρόνω. Σε κάθε τούνελ που μπαίνεις είναι δεδομένο πως θα φτάσεις στην άλλη άκρη του. Μη με ρωτήσετε αν ήδη βλέπω το φως, στο δικό μου τούνελ».
Τι συμβουλή θα έδινε στον εικοσάχρονο εαυτό της; «Αν τώρα μας διάβαζε η εικοσάχρονη Αγγελική, θα της έλεγα να ακολουθήσει το ένστικτό της και την ψυχή της. Να μην το βάζει κάτω, να κλείσει τα αφτιά της για να μην ακούει τις σειρήνες και να έχει τα μάτια της ανοικτά. Η σκληρή δουλειά της, κάποια στιγμή θα τη δικαιώσει».