Ζούμε ιστορικές στιγμές σε παγκόσμιο επίπεδο αλλά και ως χώρα: η πανδημία, ο φόβος για την απώλεια του υπέρτατου αγαθού της υγείας, η οικονομική κρίση. Σε αυτές τις συνθήκες, η Κυβέρνηση, δυστυχώς, επιλέγει να προτεραιοποιήσει, έναντι κάθε άλλης μέριμνας, την ικανοποίηση των τραπεζών, και όχι να επενδύσει σε μία πολιτική που να αντιμετωπίζει τα προβλήματα που έχουν προκύψει και να εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Σε αυτή τη συγκυρία, η κυβέρνηση, αντί να μεταθέσει το βάρος της πολιτικής της στις προσπάθειες στήριξης και διάσωσης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, επιλέγει τον «γρήγορο» θάνατό τους. Στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο «Ρύθμιση Οφειλών και Παροχή Δεύτερης Ευκαιρίας», είναι ξεκάθαρο: η «πτώχευση» θα είναι κυριολεκτική. Η έναρξη, μάλιστα, της πτώχευσης θα μπορεί να γίνει πλέον και με αίτηση της ίδιας της τράπεζας, και χωρίς τη θέληση του οφειλέτη.
Όσο και αν προσπαθεί το κυβερνητικό επιτελείο να πείσει ότι στόχος του σχεδίου νόμου είναι η παροχή δεύτερης ευκαιρίας, αυτή η δεύτερη ευκαιρία, σε καμία περίπτωση, δεν αφορά στους δανειολήπτες.
Πρόκειται για ένα ανεπίκαιρο νομοσχέδιο. Το επιτελικό κράτος του κύριου Μητσοτάκη αρνείται να ακολουθήσει τις πρακτικές που εφαρμόζουν, εν μέσω της κρίσης, οι περισσότερες χώρες αναφορικά με τις πτωχεύσεις. Συνειδητά αρνείται να πάρει ειδικά μέτρα προστασίας της κύριας κατοικίας, αρνείται να ασχοληθεί με την κοινωνικοπολιτική διάσταση της πτώχευσης. Δέχεται όμως, να ικανοποιήσει τις ανάγκες των τραπεζών. Γι’ αυτό επιχειρεί, με το σχέδιο νόμου, την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διαδικασίας ρευστοποίησης της πτωχευτικής περιουσίας. Επίσης, καταργεί ρητά κάθε προστατευτικό πλαίσιο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις, την κύρια κατοικία. Πρόκειται για σαφείς πολιτικές επιλογές μίας νεοφιλελεύθερης κυβέρνησης.
Αναφορικά με την πτώχευση των επιχειρήσεων, σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., η εξυγίανση και η πτώχευση έχουν την ίδια νομοθετική βαρύτητα, κάτι το οποίο εμείς ως κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είχαμε διατηρήσει στον πτωχευτικό κώδικα. Πρωταρχικός σκοπός ήταν η διατήρηση, η διάσωση της επιχείρησης και κατόπιν, μέσω αυτής, η ικανοποίηση των τραπεζών. Τώρα η Κυβέρνηση αλλάζει τον επιδιωκόμενο σκοπό της πτώχευσης και προτάσσει την άμεση ρευστοποίηση του συνόλου της περιουσίας του οφειλέτη. Την ώρα που όλα τα κράτη μέλη της Ε.Ε. -για όσο διάστημα διαρκούν οι δυσμενείς, οικονομικές συνέπειες της πανδημίας-, νομοθετούν ευνοϊκά μέτρα για να αναστείλουν τις διαδικασίες πτώχευσης και για να προστατεύσουν τις επιχειρήσεις. Εντούτοις, και εν μέσω αυτής της συγκυρίας, η Κυβέρνηση αποφασίζει να φέρει στη Βουλή έναν πτωχευτικό κώδικα που αγνοεί τις βασικές αρχές του πτωχευτικού δικαίου αλλά και τις οικονομικές συνέπειες τις πανδημίας. Η κυβέρνηση, με αυτόν τον τρόπο, επιδιώκει το θάνατο των πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Επιπλέον, είναι τραγικό ότι με τις ίδιες διατάξεις που θα ρυθμίζουν τη πτώχευση των επιχειρήσεων, θέλουν να ρυθμίσουν και τη πτώχευση των φυσικών προσώπων. Όποιος, μισθωτός, συνταξιούχος, αγρότης, άνεργος, έχει χρέη τα οποία δεν μπορεί να εξυπηρετήσει, θα πτωχεύει όπως μία επιχείρηση. Θα χάνει το σπίτι του, το χωράφι του, τον εξοπλισμό του. Ωστόσο, η νομοθεσία για την πτώχευση των φυσικών προσώπων πρέπει να έχει κατεξοχήν κοινωνικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, προκειμένου να ορθοποδήσει ο οφειλέτης και να έχει μία δεύτερη εύκαιρα, θα πρέπει να διασφαλίζονται οι αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσής του. Με ποιο τρόπο θα στηρίξουν την παραγωγική τους ικανότητα; Η κυβέρνηση αδιαφορεί εσκεμμένα για το δικαίωμα στην κύρια κατοικία, με την βαρύτητα που φέρει αυτή για την ελληνική κοινωνία. Σκοπός της Ν.Δ. από την ενοποίηση αυτή των διατάξεων είναι να ακυρώσει, να ισοπεδώσει το όποιο προστατευτικό πλαίσιο. Μοναδική μέριμνα του κυβερνητικού σχεδίου είναι η ταχεία ρευστοποίηση της περιουσίας τους.
Η δυσμενής αυτή εξέλιξη, της άρσης προστασίας κύριας κατοικίας, δεν επιτάσσεται από το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η Οδηγία (ΕΕ) 2019/1023, την οποία επικαλούνται στην αιτιολογική έκθεση του σχεδίου νόμου, παρέχει τη διακριτική ευχέρεια στα εθνικά συστήματα να ρυθμίσουν την προστασία της κύριας κατοικίας του αφερέγγυου εμπόρου, με τη δυνατότητα εξαίρεσής της από τη ρευστοποίηση. Η κυβέρνηση όμως, ηθελημένα αποφεύγει να εισάγει αυτές τις προστατευτικές ρυθμίσεις. Αντ’ αυτού, ο εθνικός νομοθέτης, επεκτείνει την άρση προστασίας της κύριας κατοικίας και για όλα τα φυσικά πρόσωπα. Είναι σαφές ότι δεν θέλουν να υπάρχει προστασία της κύριας κατοικίας. Αυτό επιτάσσουν τα συμφέροντα των τραπεζών, προκειμένου να βελτιώσουν την εικόνα των ισολογισμών τους.
Το Υπουργείο Οικονομικών της ΝΔ νομοθετεί τη δυνατότητα μίσθωσης της κύριας κατοικίας, για μία περιορισμένη κατηγορία ευάλωτων οφειλετών. Η δυνατότητα αυτή, δεν σημαίνει και βεβαιότητα. Εντούτοις, εάν γίνει δεκτή η αίτησή τους και μετατραπούν σε ενοικιαστές, εάν καταβάλλουν με συνέπεια ενοίκια επί 12 έτη τότε θα τους παρέχεται η δυνατότητα να επαναγοράσουν το σπίτι τους. Ως προς την τιμή επαναγοράς θα πληρώσουν την εμπορική αξία του ακινήτου, όπως αυτή θα έχει διαμορφωθεί στο μέλλον, χωρίς καν να αφαιρούνται τα ενοίκια και όσα καταβλήθηκαν για το αρχικό δάνειο. Δεν πρόκειται δηλαδή ούτε καν για χρηματοδοτική μίσθωση. Ας μη γελιόμαστε, κανένας δε θα μπορέσει να επαναγοράσει το σπίτι του.
Εμείς, λαμβάνοντας υπόψη, τόσο τη προγενέστερη εμπειρία όσο και τις υφιστάμενες κρίσιμες συνθήκες, προτείνουμε τη διατήρηση και τροποποίηση του υφιστάμενου πτωχευτικού κώδικα ως προς τις επιχειρήσεις. Τη νομοθέτηση ειδικού πλαισίου ρύθμισης οφειλών για τα φυσικά πρόσωπα με παράλληλη προστασία της κύριας κατοικίας. Και τέλος, τη νομοθέτηση ρυθμίσεων αναστολής πτωχευτικών διαδικασιών για όσο διαρκούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.