Οι παγκόσμιοι ηγέτες που θα συγκεντρωθούν από την ερχόμενη Δευτέρα 11 Νοεμβρίου στο Μπακού του Αζεμπαϊτζάν για την COP29, θα συζητήσουν για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, η οποία οφείλεται στην καύση ορυκτών καυσίμων, σε αίθουσες συνεδριάσεων που βρίσκονται μόλις μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από μια απέραντη πλωτή πετρελαιούπολη.
Όταν ο κινηματογραφιστής Marc Wolfensberger έμαθε για πρώτη φορά για το Νεφτ Ντασλάρι, νόμιζε ότι επρόκειτο για μύθο. Άκουγε συνέχεια για αυτή τη μυστική πόλη, που απλωνόταν σαν σκουριασμένα πλοκάμια στην Κασπία Θάλασσα, μακριά από την πλησιέστερη ακτογραμμή. Αλλά πολύ λίγοι την είχαν δει από κοντά.
Μόνο όταν το είδε με τα ίδια του τα μάτια, όταν κατάφερε να ταξιδέψει εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1990, κατάλαβε ότι ήταν πραγματικό.
«Ήταν πέρα από οτιδήποτε είχα δει στο παρελθόν», λέει στο CNNi. Φρουρούμενο από στρατιωτικά σκάφη, ήταν σαν «ένας αυτοκινητόδρομος στη μέση της θάλασσας, που εκτεινόταν σαν χταπόδι».
Θέλοντας απεγνωσμένα να καταγράψει αυτή την απίστευτη πόλη, προσπάθησε επί οκτώ χρόνια να πείσει την κυβέρνηση του Αζερμπαϊτζάν να τον αφήσει να επιστρέψει, κάτι που τελικά έκανε το 2008, περνώντας δύο εβδομάδες εκεί για να γυρίσει την ταινία του, «Oil Rocks: Πόλη πάνω από τη θάλασσα» (Oil Rocks, Βράχοι Πετρελαίου, είναι η απόδοση από τα αζερικά του Neft Daşları).
Το Νεφτ Ντασλάρι είναι ένα κουβάρι από πετρελαιοπηγές και διυλιστήρια που συνδέονται με χιλιόμετρα γεφυρών στην απεραντοσύνη της Κασπίας Θάλασσας, της μεγαλύτερης λίμνης στον κόσμο. Απέχει 96 χιλιόμετρα από τις ακτές της πρωτεύουσας του Αζερμπαϊτζάν Μπακού και έξι ώρες με πλοίο.
Είναι η παλαιότερη υπεράκτια πλατφόρμα πετρελαίου στον κόσμο, σύμφωνα με το Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες, και στην ακμή της είχε περισσότερους από 5.000 κατοίκους.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, ο πληθυσμός της έχει μειωθεί, ενώ τμήματα της έχουν καταστραφεί και εγκαταλειφθεί. Ωστόσο, εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα σε μία Κασπία Θάλασσα που συρρικνώνεται δραματικά, εν μέρη λόγω της κλιματικής κρίσης που προκαλεί η εκμετάλλευση του ίδιου του ορυκτού πλούτου της.
Ένα αρχιτεκτονικό και τεχνικό θαύμα
Η ιστορία του Νεφτ Ντασλάρι αρχίζει στη σοβιετική εποχή, όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1940, πετρελαιοεργάτες αποβιβάστηκαν σε ένα μικροσκοπικό νησί και έστησαν ένα γεωτρύπανο και ένα μικρό σπίτι για διαμονή. Η πρώτη ερευνητική γεώτρηση έγινε το 1949, εκτοξεύοντας έναν πίδακα «μαύρου χρυσού».
Το πρώτο τάνκερ γεμάτο με αυτό το πετρέλαιο έφτασε πίσω στην ακτή το 1951 και τότε ξεκίνησε επισήμως η κατασκευή της πόλης. Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα αρχιτεκτονικό και τεχνικό θαύμα, σύμφωνα με τον Wolfensberger.
Η πόλη αναπτύχθηκε σιγά σιγά προς τα έξω, συγκρατούμενη από μεταλλικούς στύλους βυθισμένους στον πυθμένα της Κασπίας. Έφτασε τις 2.000 πηγές και τα 320 διυλιστήρια, που συνδέονται με 300 χιλιόμετρα γεφυρών και 100 χιλιόμετρα αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Επτά παροπλισμένα πλοία μεταφέρθηκαν στην περιοχή και βυθίστηκαν σκόπιμα. Τα κουφάρια τους σχημάτισαν έναν τεχνητό κόλπο για την προστασία της πόλης από τον άνεμο και τα κύματα – αν και το Νεφτ Ντασλάρι παρέμεινε ευάλωτο στις καταιγίδες και τα άγρια νερά. Γι’ αυτό πολλοί στο Αζερμπαϊτζάν το αποκαλούν «το νησί των επτά πλοίων».
Τις επόμενες δεκαετίες, το Νεφτ Ντασλάρι απέκτησε συγκροτήματα κατοικιών για τους εργαζόμενους, ένα αρτοποιείο, ένα θέατρο εκατοντάδων θέσεων, καταστήματα, ιατρικές εγκαταστάσεις, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου και ένα ελικοδρόμιο. Υπάρχουν ακόμη και δέντρα και ένα πάρκο, φυτεμένα στις χαλύβδινες κατασκευές.
Από τα ρεκόρ στην παρακμή
Στα 75 χρόνια ζωής του, το Νεφτ Ντασλάρι έχει βγάλει σχεδόν 180 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου σύμφωνα με την κρατική πετρελαϊκή εταιρεία του Αζερμπαϊτζάν SOCAR, η οποία το εκμεταλλεύεται. Το ρεκόρ παραγωγής του ήταν 7,6 εκατ. τόνοι το 1967.
Αλλά η σημασία του μειώθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς άνοιξαν μεγαλύτερα κοιτάσματα και οι τιμές του πετρελαίου παρουσίασαν διακυμάνσεις. Τα επίπεδα παραγωγής έχουν συρρικνωθεί σε λιγότερους από 3.000 τόνους την ημέρα (περίπου 1 εκατομμύριο τόνους ετησίως).
Κατά συνέπεια, ο πληθυσμός της πόλης έχει συρρικνωθεί σε περίπου 3.000, με τους εργαζόμενους να κάνουν συνήθως 15ήμερες βάρδιες εκεί και στη συνέχεια να περνούν 15 ημέρες στο σπίτι τους στην ηπειρωτική χώρα.
Ευάλωτα στα υφάλμυρα, θυελλώδη νερά της Κασπίας, τμήματα της πόλης καταρρέουν, ενώ έχουν υπάρξει αναφορές για απόρριψη ανεπεξέργαστων λυμάτων στην Κασπία Θάλασσα. Σε μια ανάρτηση στο Facebook το 2019, η SOCAR δήλωσε ότι είχε εντοπίσει εργαζόμενους που είχαν απορρίψει πετρέλαιο στη θάλασσα και ότι θα λάμβανε τα κατάλληλα διοικητικά μέτρα.
Και όταν στερέψει το πετρέλαιο, τι;
Εδώ και καιρό τίθενται ερωτήματα σχετικά με το τι θα συμβεί σε αυτή την τεράστια υδάτινη πόλη όταν στερέψει το πετρέλαιό της.
Στο τέλος του ντοκιμαντέρ του, ο Wolfensberger θέτει τις δύσκολες αποφάσεις που βλέπει να αντιμετωπίζουν οι αρχές: να διαλύσουν την πόλη με τεράστιο κόστος, να τη μετατρέψουν σε θέρετρο διακοπών ή απλά να την εγκαταλείψουν, «ανοίγοντας το δρόμο για μια μεγάλη οικολογική καταστροφή».
Κάποιοι πιστεύουν ότι θα αποκτήσει άλλη χρήση. «Αφού εξαντληθούν τα αποθέματά της σε πετρέλαιο, το Νεφτ Ντασλάρι θα γίνει πιθανότατα ένας τουριστικός μαγνήτης», υποστηρίζει η εμπειρογνώμονας σε θέματα ενέργειας Brenda Shaffer. Ο Wolfensberger πιστεύει ότι θα μπορούσε να γίνει μουσείο. «Είναι πραγματικά το λίκνο της υπεράκτιας εξερεύνησης πετρελαίου», λέει.
Αλλά προς το παρόν, η πόλη παραμένει, εξακολουθεί να παράγει πετρέλαιο, εξακολουθεί να απροσπέλαστη για τους ξένους, ένα σκουριασμένο σύμβολο μιας βιομηχανίας σε αργή παρακμή.