Το αποκάλεσαν ο Ελληνικός Τιτανικός. Δικαίως. Οι ομοιότητες με το θρυλικό ναυάγιο είναι πολλές και ο αριθμός των θυμάτων εφιαλτικά μεγάλος. Παραχωρήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση το 1946 με τις γερμανικές επανορθώσεις. Μετά από σύντομες μετασκευές στον Πειραιά τοποθετήθηκε στην ακτοπλοϊκή γραμμή Πειραιά – Θεσσαλονίκης. Επρόκειτο για μία από τις πλέον σημαντικές ακτοπλοϊκές γραμμές αφού την εποχή εκείνη, με τα κατάλοιπα του πολέμου ορατά ακόμα στη χώρα μας αλλά και λόγω των εσωτερικών πολιτικών αναταραχών, το βασικό μέσο συγκοινωνίας μεταξύ Πειραιά και Θεσσαλονίκης ήταν το πλοίο.
Στις 18 Ιανουαρίου του 1947 και ώρα 8:15 π.μ., το Χειμάρα αναχώρησε από τη Θεσσαλονίκη με προορισμό τον Πειραιά, με 616 επιβαίνοντες. Ανάμεσα στους επιβάτες του πλοίου ήταν και πολιτικοί κρατούμενοι που οδηγούνταν στην εξορία καθώς επίσης χωροφύλακες και στρατιώτες, αρκετοί από τους οποίους οπλοφορούσαν.
Ο έμπειρος πλοίαρχος Σ. Μπιλίνης θέλοντας να μη ρισκάρει να περάσει τον Καφηρέα με αντίξοες καιρικές συνθήκες και το πλοίο γεμάτο κόσμο, αποφάσισε να πλεύσει μέσω του Ευβοϊκού Κόλπου.
Το Χειμάρα έφθασε στην Χαλκίδα 1:15 π.μ. όπου αποβίβασε 9 επιβάτες και συνέχισε το ταξίδι του προς τον Πειραιά. Οι καμπίνες του πλοίου ήταν γεμάτες καθώς επίσης και τα σαλόνια της Α΄και Β΄ θέσεως. Οι εξόριστοι – ανάμεσά τους και μία κοπέλα 22 ετών – ήταν συγκεντρωμένοι στο επάνω κατάστρωμα κοντά στην τσιμινιέρα αναζητώντας λίγη ζεστασιά. Ο καιρός -παρά το δριμύ κρύο – ήταν σχετικά καλός, οι άνεμοι ήταν μέτριας εντάσεως και ο πλοίαρχος αφού έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες στον αξιωματικό υπηρεσίας Ανθυποπλοίαρχο Α.Καναβά, αποσύρθηκε στο δωμάτιο χαρτών για να αναπαυθεί. Στις 04:00 τα ξημερώματα, ανέλαβε υπηρεσία ο Ύπαρχος Ι. Μπέρτσης. Το πλοίο έπλεε στον Νότιο Ευβοϊκό κόλπο, ανάμεσα στα Νέα Στύρα και την Αγία Μαρίνα, κοντά στις νησίδες Βερδούγια. Ήταν 04:10, λίγο πριν το ξημέρωμα της 19ης Ιανουαρίου, όταν οι επιβαίνοντες του Χειμάρα ένιωσαν ένα τράνταγμα και αμέσως μετά το πλοίο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Οι ατμοί που άρχισαν να βγαίνουν από το μηχανοστάσιο έκαναν την κατάσταση ακόμα πιο εφιαλτική. Το πηδάλιο κόλλησε στη θέση «όλο δεξιά» ενώ από τα ύφαλα του πλοίου άρχισαν να εισρέουν νερά στο εσωτερικό του.
«Εκείνη την ώρα βρισκόμουν στο κατάστρωμα» διηγείται, στο πλαίσιο της ιστορικής έρευνας του Κώστα Θωκταρίδη, η κ. Αθηνά Λιάσκου που ταξίδευε με την μητέρα της, την ξαδέλφη της και μία φίλη της. «Έγινε η έκρηξη, έσβησαν τα φώτα… άρχισαν να φεύγουν ατμοί… πανζουρλισμός… μέσα στο σκοτάδι ακούγονταν φωνές… καθένας φώναζε τον δικό του άνθρωπο. Εγώ έψαχνα την μητέρα μου, φώναζα μήπως με ακούσει …»
Το ατμόπλοιο άρχισε να παρασύρεται από τα ρεύματα της θαλάσσιας περιοχής και ο πλοίαρχος διέταξε να χρησιμοποιηθεί το χειροκίνητο πηδάλιο με στόχο την προσάραξη του ΧΕΙΜΑΡΑ στα αβαθή. Δυστυχώς όμως, και αυτό το πηδάλιο είχε καταστραφεί ενώ δεν υπήρχε καν η δυνατότητα να σταλεί σήμα κινδύνου αφού ούτε ο ασύρματος λειτουργούσε. Ο πλοίαρχος επιχείρησε να διατηρήσει την τάξη κατά τη διανομή σωσιβίων στους επιβάτες και την επιβίβασή τους στις σωστικές λέμβους αλλά δεν τα κατάφερε γιατί αρκετά μέλη του ίδιου του πληρώματός του έσπευσαν να εγκαταλείψουν από τους πρώτους το ατμόπλοιο σε μια προσπάθεια να σώσουν τον εαυτό τους και μόνο… Μέσα στο σκοτάδι και τον πανικό ακούγονταν και πυροβολισμοί…
Ο πλοίαρχος βλέποντας το πλοίο ακυβέρνητο πλέον έκανε μια τελευταία προσπάθεια να το σταθεροποιήσει δίνοντας εντολή να ποντίσουν τις άγκυρες για να σταματήσει η παράσυρση του σκάφους από τα θαλάσσια ρεύματα. Στο σημείο εκείνο, το Χειμάρα έριξε άγκυρα για πάντα… Αν και το πλοίο βυθίστηκε μιάμιση ώρα μετά την πρόσκρουση και σε απόσταση μόλις 900 μέτρων από τα Βερδούγια, το φοβερό κρύο, τα ισχυρά ρεύματα που επικρατούσαν στην περιοχή, το σκοτάδι και ο πανικός που επικράτησε κατά την εγκατάλειψη του πλοίου είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους τουλάχιστον 383 άνθρωποι, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή. Όμως, υπάρχουν αναφορές για ακόμα περισσότερα θύματα καθώς εκείνη την ταραχώδη εποχή αρκετοί προσπαθούσαν να ταξιδέψουν λαθραία και στην περίπτωση αυτή, δεν θα ήταν καταγεγραμμένοι στη λίστα των επιβατών.
«Άρχισαν τα νερά να ανεβαίνουν επάνω και να παρασύρουν τους ανθρώπους … έτσι παρασύρθηκα κι εγώ από το καράβι προς τα ανοιχτά – αφηγείται η κ. Λιάσκου -…κρατούσα το χέρι της μητέρας μου …την κράτησα περίπου δύο, δυόμισι ώρες τη μητέρα μου… κάποια στιγμή άρχισε να βαραίνει κι έβαλα τις φωνές “χάνω την μητέρα μου ! χάνω την μητέρα μου! ” … αφέθηκα για να πάω κι εγώ μαζί της …αλλά ένας φαντάρος πιασμένος σε ένα βαρέλι … με έπιασε από το χέρι και αναγκάστηκα να αφήσω την μητέρα μου που βυθιζόταν μέχρι που πνίγηκε…».
Οι στιγμές της βύθισης έχουν χαραχτεί βαθιά στην ψυχή όσων κατάφεραν να γλιτώσουν από το εφιαλτικό ναυάγιο. Οι διασωθέντες βγήκαν άλλοι με βάρκες και άλλοι κολυμπώντας στην Ραφήνα, την Αγία Μαρίνα, τα Στύρα, το Μαρμάρι και τις γύρω περιοχές.
Κατάδυση στον χρόνο
Όταν η ερευνητική ομάδα του Κ. Θωκταρίδη έκανε αυτοψία στο ναυάγιο το 2000, κανείς δεν περίμενε ότι θα υπάρχουν τόσο μοναδικά ευρήματα, καθώς στο ΧΕΙΜΑΡΑ είχαν γίνει εκτεταμένες εργασίες ανέλκυσης το 1968.
«Ο χρόνος που έχει περάσει δεν έχει σβήσει ακόμα τ΄ απομεινάρια του εφιάλτη», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Κώστας Θωκταρίδης. «Στην αριστερή πλευρά του πλοίου διακρίνεται το ρήγμα που βρίσκεται κατά μήκος του λεβητοστασίου.
Κατά την υποβρύχια έρευνα του 2000 βρέθηκαν εφημερίδες, βιβλία και αλληλογραφία θαμμένα στον λασπώδη βυθό του Ευβοϊκού από το 1947! Πρόκειται για ελληνικές, κυπριακές και γαλλικές εφημερίδες, τηλεγραφήματα, γαλλικά βιβλία και γραμματόσημα της εποχής που δεν καταστράφηκαν αν και θαμμένα στον βυθό δεκάδες χρόνια.
Η εύρεση χαρτιού υποβρυχίως είναι ιδιαίτερα σπάνιο φαινόμενο και είναι ελάχιστες οι φορές που έχουν διασωθεί έγγραφα στο βυθό της θάλασσας».
Από το ΧΕΙΜΑΡΑ ανελκύστηκαν 178 αντικείμενα, η συντήρηση των οποίων έγινε από τον επαγγελματία συντηρητή Παναγιώτη Μαρκόπουλο.
Η έρευνα συνεχίζεται και νέα στοιχεία έρχονται στο φως
Η ομάδα του Κ. Θωκταρίδη διεισδύοντας στην ιστορία του ΧΕΙΜΑΡΑ κατάφερε να εντοπίσει πρωτογενείς πηγές και να διευρύνει την έρευνα σχετικά με το τραγικό ναυάγιο, ξεδιπλώνοντας άγνωστες πτυχές της ιστορίας του. Από τη νέα αυτή έρευνα, η οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη έχουν ήδη προκύψει νέα ευρήματα που παρουσιάζουν πολύ μεγάλο ενδιαφέρον:
Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού και πριν από τη βύθιση του πλοίου, υπήρξε σοβαρή τεχνική βλάβη στο πηδάλιο βόρεια της Σκίαθου με αποτέλεσμα το πλοίο να μείνει ακυβέρνητο για περισσότερη από μία ώρα.
Αρχικά, υπήρξαν υποψίες για πιθανή πρόσκρουση του πλοίου σε νάρκη ενώ είχε γίνει λόγος και για σαμποτάζ. Η Ανακριτική Επιτροπή Ελέγχου Ναυτικών Ατυχημάτων όμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ανθρώπινο λάθος καθώς το ΧΕΙΜΑΡΑ κινούνταν σε λανθασμένη πορεία 140 μοιρών, ενώ έπρεπε να κατευθύνεται σε πορεία 125 μοιρών, μετά την τελευταία αλλαγή βάρδιας στη γέφυρα, ώστε να περάσει ανατολικά από τις βραχονησίδες.
Από τις εκθέσεις των δυτών της εποχής προέκυψε ότι το πηδάλιο είχε μετατοπιστεί από τη θέση του, τα πτερύγια των προπελών είχαν σπάσει και βρέθηκαν κομμάτια βράχων σφηνωμένα σε αυτές. Επρόκειτο για πετρώματα παρεμφερή προς εκείνα της νησίδας Λευκασιά (ψαμμίτης σκληρός). Τα δύο κάτω πτερύχια της αριστερής έλικας ήταν κομμένα στη μέση. Επίσης, παρατήρησαν παραμόρφωση ελασμάτων στην αριστερή πλευρά μεταξύ λεβητοστασίου και μηχανοστασίου καθώς και αποκόλληση των καρφιών (το ατμόπλοιο είχε καρφωτές λαμαρίνες).
Το πλήρωμα δεν μερίμνησε ώστε να κλείσουν οι υδατοστεγείς θύρες.
Στο πλοίο δεν είχε γίνει ποτέ γυμνάσιο εγκατάλειψης.
Από τον ασύρματο δεν εστάλη ποτέ σήμα κινδύνου γιατί παρουσίασε βλάβη στις λυχνίες.
Το ΧΕΙΜΑΡΑ μετέφερε 400 ταχυδρομικούς σάκους.
Στο ναυάγιο πνίγηκε και ο Λάζαρος Ακερμανίδης, πολεμικός φωτορεπόρτερ – ανταποκριτής που κατέγραψε τον ηρωισμό των Ελλήνων στο έπος του ’40.
Ο Σ. Μπιλίνης που ήταν ένας πολύ έμπειρος πλοίαρχος της ελληνικής ακτοπλοϊας εγκατέλειψε από τους τελευταίους το πλοίο και είχε ναυαγήσει άλλες δύο φορές.
Στην επιχείρηση διάσωσης των ναυαγών συμμετείχαν τα καϊκια: «Έχει ο Θεός», «Αγγελική», «Αγ. Κωνταντίνος», «Ταξιάρχης», «Βαγγελιώ», «Φωτεινή», «Αγ. Μαρίνα», «Αγ. Μηνάς», «Αγ. Βαρβάρα».