Ισορροπίες του τύπου «ναι μεν αλλά» επιχειρεί να κρατήσει η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) μετά το θόρυβο των τελευταίων ημερών που έχει προκληθεί με αφορμή την επίμαχη δήλωση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου, Χρήστου Τζανερίκου σχετικά με το ο «κόμμα Κασιδιάρη», αλλά και τη χθεσινή παραίτησή του από το δικαστικό σώμα.
Η ΕΔΕ σε ανακοίνωσή της αφενός αναφέρει ότι «η εκφορά δημόσιας γνώμης από δικαστικό λειτουργό επί του περιεχομένου υπό ψήφιση διάταξης, που θα κληθεί είτε να εφαρμόσει είτε να μην εφαρμόσει, αντίκειται στις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, που αποτελούν εχέγγυα της δίκαιης κρίσης» και αφετέρου επισημαίνει ότι «η αποσπασματική και πρόχειρη νομοθέτηση δημιουργεί υπόνοιες αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας».
Δεν παραλείπει πάντως η ΕΔΕ να επισημάνει ότι «δεν θα επιτρέψει η Δικαιοσύνη να γίνει μέρος του «πολιτικού παιχνιδιού»», αλλά ωστόσο ο κ. Τζαρρίκος παραιτήθηκε για τους γνωστούς λόγους και ο πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αναστάσιος Κανελλόπουλος ηγείται του «κόμματος Κασιδιάρη». Υπενθυμίζεται ότι ο τελευταίος έχει καταδικαστεί για την υπόθεση της Χρυσής Αυγής και εκτίει την ποινή στις φυλακές.
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της ΕΔΕ έχει ως εξής:
«Η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, παρακολουθώντας τις εξελίξεις του τελευταίου χρονικού διαστήματος και με δεδομένη την ήδη εκφρασθείσα θέση της, ότι δεν θα επιτρέψει η Δικαιοσύνη να γίνει μέρος του «πολιτικού παιχνιδιού», επισημαίνει τα ακόλουθα:
Α. Η Δικαιοσύνη είναι πυλώνας της Δημοκρατίας και οι Λειτουργοί της, διαχρονικά, έχουν να επιδείξουν αγώνες προς διαφύλαξη των δικαιοκρατικών αρχών και προστασίας των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων. Το Δικαστικό Σώμα είναι βαθιά δημοκρατικό και υπηρετεί με σθένος, παρρησία και προσήλωση τους Δημοκρατικούς Θεσμούς.
Β. Σε μία χώρα με ισχυρούς δικαιοκρατικούς θεσμούς, όπως είναι η χώρα μας, η νομοθετική πρωτοβουλία ανήκει στην Κυβέρνηση και η νομοθετική λειτουργία στη νομίμως εκλεγμένη Βουλή. Η αρχή του Κράτους Δικαίου, όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμά μας αλλά και ως κοινή αξία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προϋποθέτει μια διαφανή, υπεύθυνη, δημοκρατική και πλουραλιστική διαδικασία για τη θέσπιση των Νόμων. Η αποσπασματική και πρόχειρη νομοθέτηση δημιουργεί υπόνοιες αυθαιρεσίας της εκτελεστικής εξουσίας.
Γ. Η εκφορά δημόσιας γνώμης από Δικαστικό Λειτουργό επί του περιεχομένου υπό ψήφιση διάταξης, που θα κληθεί είτε να εφαρμόσει είτε να μην εφαρμόσει, αντίκειται στις αρχές της αμεροληψίας και της αντικειμενικότητας, που αποτελούν εχέγγυα της Δίκαιης Κρίσης. Ο διάλογος μεταξύ των τριών λειτουργιών οφείλει να γίνεται μεταξύ των θεσμικών εκπροσώπων αυτών και εντός του πλαισίου που προβλέπουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
Δ. Οι γενικόλογες διακηρύξεις υπέρ του Κράτους Δικαίου, από οποιονδήποτε και αν προέρχονται, δεν αρκούν προς εμπέδωση της αρχής αυτής, διότι οι προκλήσεις που το τελευταίο αντιμετωπίζει στη σύγχρονη εποχή για την επιδίωξη της ουσιαστικοποίησης της Δημοκρατίας, της κοινωνικής ειρήνης και της διαφύλαξης των ελευθεριών είναι μεγάλες.
Ε. Οι Έλληνες Δικαστικοί Λειτουργοί υπακούουν μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους του Κράτους, αποφασίζουν κατά συνείδηση και οι αποφάσεις που εκδίδουν είναι σύμφωνες με την αρχή της νομιμότητας.