Κι είναι ώρες και φορές που νοσταλγείς τα χρόνια εκείνα της πρώτης νιότης, τότε που ήσουν και σε χαρακτήριζαν παιδί. Και τι δεν θα έδινες να ξαναγυρνούσες και να ξαναζούσες αυτές τις στιγμές της ξεγνοιασιάς και της υπέρμετρης ελευθερίας.
Να παίξεις αμέριμνα στις αλάνες και τις πλατείες μόνος ή με παρέα άλλα συντρόφια της ιδίας γραμμής και πιτσιρικαρίας. Οι φωνές σας να ακουστούν μέχρι την πέρα γειτονιά και να αναστατώσουν τις νοικοκυρές την ώρα της όποιας ετοιμασίας. Να αψηφήσεις την ώρα του χρόνου και να έρθει η μάνα να σε περιμαζεύει από το ξέχασμα του παιχνιδιού, ώστε να δώσεις λιγάκι παρουσία στο σπίτι και να συνδράμεις τον πατέρα στις διάφορες εργασίες.
Να καβαλήσεις το ποδηλατάκι που σου έφερε δώρο ο Άγιος Βασίλης τις γιορτές και να χαθείς σε σοκάκια και δρόμους που αναβλύζουν ελευθερία, θάρρος και αυτοπεποίθηση. Να διασχίσεις διαδρομές που οι μεγάλοι δεν τολμούν να ακολουθήσουν και να νιώσεις το δροσερό αεράκι του ανέμου να σκεπάζει το μικρό κι αδύνατο σώμα σου.
Να κλέψεις τις καραμέλες από το ντουλαπάκι της γιαγιάς ή να βάλεις χέρι στο βάζο με το γλυκό του κουταλιού, κι έπειτα να κάνεις τον ανήξερο και ότι δεν κατέχεις το παραμικρό, μήπως και στα σταθείς τυχερός και ξαναδοκιμάσεις σαν κανονικό κέρασμα αυτή τη φορά. Ύστερα να κοντοστέκεσαι για το χαρτζιλίκωμα από τον παππού, με την ελπίδα να είναι γενναίο και σημαντικό. Τα μάζευες τα κέρδη από το χαρτζιλίκι, κέρμα στο κέρμα, για να πάρεις καινούρια πατούμενα και σανδάλια.
Να κάτσεις στο τραπέζι το οικογενειακό με τα αδέρφια μαζί, τον πατέρα στην κεφαλή του τραπεζιού και τη μάνα να είναι όρθια φέρνοντας συνεχώς το κάθε βρισκούμενο, για να μη μείνει κανείς παραπονούμενος. Δεν ήταν πολλά τα εδέσματα, μα έμοιαζαν σαν το πλουσιότερο γεύμα του κόσμου, που δεν συγκρίνεται ούτε με τους μπουφέδες των μεγαλύτερων και επίσημων δεξιώσεων.
Να ξαναβρεθείς στα θρανία τα σχολικά και τις αίθουσες της γνώσης και της μάθησης, μα και της χαρούμενης και ευχάριστης διάθεσης. Τι κι αν γκρίνιαζες στο πρωινό ξύπνημα μη θέλοντας να αποχωριστείς τα ζεστά σου σκεπάσματα, μόλις έφτανες στην χρωματιστή καγκελόπορτα και τον αυλόγυρο του σχολείου έπαιρνες τα πάνω σου κι ανασκουμπωνόσουν. Ήξερες ότι εκεί μέσα θα ανδρωθείς και θα σου δοθούν αγαθά απλόχερα που θα κρίνουν το μέλλον σου στη κοινωνία, ώστε να γίνεις χρήσιμος για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Να καλλιεργηθείς ως πρόσωπο και άνθρωπος. Την ίδια στιγμή να συναναστραφείς και να επικοινωνήσεις με συνομήλικους, να το ζήσετε μαζί αυτό το μεγάλο και σπουδαίο ταξίδι.
Να αντικρίσεις τον αδύναμο με συμπόνια και με μάτια καθαρά και να απλώσεις με περίσσια ευκολία και χωρίς δεύτερη σκέψη το χέρι της συμπαράστασης και της υποστήριξης. Ν’ αφήσεις ανοιχτή την αγκαλιά και την καρδιά ώστε να φωλιάσει κάθε θετικό κι ευχάριστο συναίσθημα. Με την κακία και το μίσος να είναι άγνωστα ως λέξεις, ως εικόνα και ως πράξη.
Να βρεθείς στην εξοχή ή την οικοδομή της διπλανής κατοικίας και να νιώσεις ατρόμητος και ανίκητος. Έτοιμος να κοιτάξεις κατάματα το μέλλον που καταφθάνει με γοργό ρυθμό και να δηλώσεις παρών σε κάθε συνθήκη και συγκυρία.
Βέβαια, σε όλα αυτά… υπάρχουν και οι εξαιρέσεις. Τα παιδιά που μεγάλωσαν απότομα και δεν επιθυμούν να θυμούνται τα χρόνια τα παιδικά. Άλλα που γνώρισαν νωρίς την ορφάνια ή άλλα που βίωσαν την κακομεταχείριση, το τραύμα και την άσχημη πλευρά της ιστορίας.
Πραγματικά, είναι ωραίο και θαυμαστό να θυμάσαι τα χρόνια της πρώτης νιότης. Να ξαναγίνεσαι παιδί! Να παίρνεις δύναμη μέσα από αυτή την αναδρομή ώστε να μπορείς να βλέπεις τον κόσμο αλλιώς, με διαφορετική ματιά. Μια ματιά που ρίχνει αθόλωτο φως σε κάθε σκοτάδι.
Κι όπως έγραψε ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος: «Βρες χρόνο να είσαι παιδί για να νιώθεις αυθεντικά ανθρώπινος».