Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Προφανώς η αποτυχία του αποκλεισμού από το Μουντιάλ είναι μεγάλη και αδιαμφισβήτητη. Σε κάποιο βαθμό και απρόσμενη. Το γεγονός ότι το επόμενο καλοκαίρι 48 ομάδες θα συμμετέχουν στο Παγκόσμιο Κύπελλο αλλά εμείς, με μια ομάδα γεμάτη ταλέντο, θα παρακολουθούμε από τον καναπέ μας (ή τα κρεβάτια μας, οι αγώνες θα διεξάγονται και μαύρα μεσάνυχτα) καθιστά την περίσταση ακόμα πιο οδυνηρή.
Η αλήθεια είναι ότι είχαμε “ψηλώσει” πολύ. Διάβαζα το περασμένο καλοκαίρι στα ρεπορτάζ για την πανάκριβη μεταγραφή του Χρήστου Ζαφείρη στον ΠΑΟΚ, ότι με -περίπου- δεδομένη τη συμμετοχή της Εθνικής στο Μουντιάλ, ο Ζαφείρης σύντομα θα κοστίζει περισσότερα από όσα κόστισε. Τόσο βέβαιοι είμασταν. Κατά τούτο η προσγείωση υπήρξε πραγματικά απότομη.
Και κάπως έτσι βρισκόμαστε τώρα στο σύνηθες σημείο της πλήρους ισοπέδωσης των πάντων. Από τον Γιοβάνοβιτς μέχρι τους παίκτες, όλοι είναι είτε άχρηστοι, είτε υπερτιμημένοι. Αναμενόμενο. Ευτυχώς η διοίκηση της ΕΠΟ μοιάζει να αντιμετωπίζει το θέμα με ψυχραιμία. Αυτή η φουρνιά βρίσκεται στο ξεκίνημα της πορείας της και δεν πρέπει να “καεί”. Ούτε φυσικά ο Γιοβάνοβιτς, για τον οποίο μέχρι πρότινος ευχαριστούσαμε τον Αλαφούζο που τον απέλυσε και τώρα ζητάμε από τον Γκαγκάτση να τον απολύσει κι αυτός.
Προφανώς ο προπονητής έχει ευθύνη και έκανε λάθη – στα δικά μου μάτια είναι ακατανόητο ότι δεν ξεκινάει ο Κωνσταντέλιας, αλλά εντάξει, είμαι και ΠΑΟΚτσής. Και προφανώς αυτό το 9-2 στα τρία τελευταία ματς με Δανία και Σκωτία πρέπει να τους προβληματίσει όλους. Τα ατομικά λάθη, η αμυντική ασυνέπεια, οι κακές τοποθετήσεις και η κάκιστη συμπεριφορά της ομάδας στα στημένα του αντιπάλου δεν είναι ζήτημα τύχης. Είναι ζήτημα κακής πνευματικής προσέγγισης των αγώνων και , ειδικά στα στημένα, κακής προετοιμασίας και ελλιπούς συγκέντρωσης.
Αν δεν λυθούν τα παραπάνω, η μεσοεπιθετική ποιότητα και η αλεγκρία των μικρών, θα μας δώσουν και άλλες ωραίες βραδιές, μα όχι προκρίσεις.
Απαιτείται η εύρεση ισορροπίας και ταυτόχρονα η δημιουργία μετάλλου και προσωπικότητας – αμφότερα έλλειψαν σε αυτήν την προκριματική φάση.
Εκείνο που δεν απαιτείται είναι η επιστροφή στα δοξασμένα 1-0 και 0-1 του Ρεχάγκελ και του Σάντος .
Ήδη από την ήττα από την Σκωτία και μετά πολλοί άρχισαν το τροπάρι περί “ελληνικής σχολής”, την οποία ξεχάσαμε και το πληρώσαμε. Όπου “σχολή”, εννοούν το αμυντικό και εξαιρετικά συντηρητικό στιλ παιχνιδιού , με ελάχιστη δημιουργία. Το οποίο ασφαλώς μας χάρισε ανεπανάληπτες επιτυχίες. Αλλά δεν αποτέλεσε, ούτε και αποτελεί σχολή. Αποτέλεσε κυρίως αναγκαιότητα, Με τους ποδοσφαιριστές που είχαμε, δύσκολα θα μπορούσαμε να υπηρετήσουμε κάτι άλλο. Επιπλέον, αποτέλεσε βάση επιτυχιών μιας άλλης εποχής. Στο σύγχρονο ποδόσφαιρο, δεν υπάρχει ομάδα που δεν ξέρει ή δεν θέλει να παίζει στοιχειωδώς με τη μπάλα και απλώς αμύνεται κλεισμένη στην περιοχή της. Και αν υπάρχει, δεν πάει πουθενά. Ή τέλος πάντων, αν πάει, όπως π.χ. η Σκωτία είναι η εξαίρεση και μάλιστα μια θλιβερή εξαίρεση, της οποίας την παρουσία στις τελικές φάσεις δεν την θυμάται κανείς.
Αυτή η Εθνική δεν μπορεί και δεν πρέπει να μπει σε τέτοιο καλούπι. Μπορεί και πρέπει να γίνει πιο κυνική και αποτελεσματική, δίχως να θυσιάσει το επιθετικό της ταλέντο.
Διότι αν το συμπέρασμα που βγάλαμε από τις συνεχόμενες τριάρες είναι ότι μόνο με άμυνα έρχονται προκρίσεις, τότε φοβάμαι ότι η αποτυχία είναι μεγαλύτερη από έναν ακόμη αποκλεισμό.