Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εξελέγη το 2019 με την εσφαλμένη υπόθεση ότι, για ιδεολογικούς λόγους, επί των ημερών της οι επενδύσεις θα αυξάνονταν στη χώρα μας. Η υπόθεση αυτή δεν στηριζόταν σε πραγματικά δεδομένα. Η κυβέρνηση Τσίπρα είχε να επιδείξει καλύτερες επιδόσεις τόσο στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων όσο και στην απορρόφηση κοινοτικών πόρων από αυτές των Καραμανλή και Σαμαρά. Ωστόσο, η ρητορική του κ. Μητσοτάκη παρουσίαζε την απελευθέρωση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως την λύση σε κάθε κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα.
Δυστυχώς, η αρχική αισιοδοξία που καλλιεργούσαν τα φίλα προσκείμενα προς την κυβέρνηση ΜΜΕ για την υποτιθέμενη επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εξαιτίας της προσωπικότητας του νέου Έλληνα Πρωθυπουργού, γρήγορα προσγειώθηκε στη σκληρή πραγματικότητα.
Από την έναρξη της πανδημίας η κυβέρνηση χρησιμοποιούσε την προοπτική της απορρόφησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και της υλοποίησης του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0» ως εργαλείο για την εξασφάλιση πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης στις επιλογές της. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έκανε τίποτα για την επίτευξη των ευρωπαϊκών συμφωνιών που οδήγησαν στον, πρωτοφανή, κοινό ευρωπαϊκό δανεισμό για την εξασφάλιση επενδυτικών πόρων, ήξερε όμως πως να τον εκμεταλλευτεί πολιτικά. Η προοπτική έλευσης του Ταμείου Ανάκαμψης, που μαζί με την προσθήκη του νέου ΕΣΠΑ θα προσέγγιζε το ύψος των 62 δισ ευρώ, έδινε αφορμή στο κυβερνητικό επιτελείο για πανηγυρισμούς αλλά, ταυτόχρονα, έθετε στον ελληνικό κρατικό μηχανισμό πρωτόγνωρες προκλήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία, εξ αρχής επέκρινε την μορφή και τον χαρακτήρα του «Σχεδίου Ελλάδα 2.0» τόσο στο σκέλος της προετοιμασίας του, όσο και ως προς το περιεχόμενο και το μηχανισμό που καλούταν να το υλοποιήσει.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέθεσε την υλοποίηση του «Σχεδίου Ελλάδα 2.0» σε ιδιώτες και συμβούλους δημιουργώντας τους κατάλληλους δίαυλους επικοινωνίας με μερίδες του ιδιωτικού κεφαλαίου με προνομιακή πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα. Αποτέλεσμα, τα έργα που συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό να μην εκφράζουν τίποτα άλλο παρά συγκεκριμένα vested interests αποκομμένα από το αίτημα για οποιαδήποτε αναπτυξιακό ή περιφερειακό σχεδιασμό.
Κι αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εξαιτίας της ίδιας της ελευθερίας που έδινε στα κράτη μέλη για τη σύνταξη των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης, έκανε δεκτές τις ελληνικές προτάσεις, σήμερα πλέον βρισκόμαστε στο στάδιο της υλοποίησης του.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την πρόσφατη μελέτη του Ινστιτούτου ΕΝΑ, από τους διαθέσιμους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης μέχρι στιγμής έχει διοχετευτεί ποσοστιαία μόνο το 4,1% στην πραγματική οικονομία, ενώ σε σχέση με του στόχους απορρόφησης του 2021 έχει επιτευχθεί η αξιοποίηση μόλις του 19% των διαθέσιμων πόρων για την χώρα μας. Ενώ δηλαδή το ελληνικό δημόσιο έχει εισπράξει 7,52 δισ ευρώ ως αποτέλεσμα της επιτυχούς ολοκλήρωσης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που η ίδια η κυβέρνηση είχε θέσει ως στόχο, από αυτά τα χρήματα μόλις 308 εκατομμύρια έχουν εκταμιευτεί, δηλαδή 1,3 δισ λιγότερο από τον στόχο που έθετε το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα του 2021. Ακόμα χειρότερες είναι οι επιδόσεις της κυβέρνησης το 2022, που από προϋπολογισμένες δαπάνες ύψους 3,2 δισ το πρώτο τρίμηνο του έτους φαίνεται να έχουν απορροφηθεί μόλις 1,43 εκατ. ευρώ ήτοι, 0,04% του στόχου απορρόφησης που έθετε ο προϋπολογισμός.
Τα παραπάνω βεβαίως δεν αφορούν το ίδιο το περιεχόμενο του «Σχεδίου Ελλάδα 2.0» και τις τεράστιες αδυναμίες του, όπως είναι η παντελής απουσία μέριμνας για την άρση των κοινωνικών ανισοτήτων, η αδιαφορία των συντακτών του για τις επιπτώσεις στην ενίσχυση κλάδων με ισχυρή προστιθέμενη αξία ή την παράβλεψη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Όλα τα παραπάνω είναι όψεις του σχεδίου που μια νέα, προοδευτική, κυβέρνηση μπορεί και πρέπει να τροποποιήσει, κάτι εξάλλου που προβλέπεται και από τον κανονισμό του Ταμείου Ανάκαμψης μέσα από συγκεκριμένα βήματα.
Οι παραπάνω αρνητικές επιδόσεις είναι τεκμήρια της διοικητικής ανικανότητας της παρούσας κυβέρνησης, αποτέλεσμα απολύτως συνειδητών πολιτικών επιλογών κατά τον σχεδιασμό του. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνειδητά επέλεξε να μην υλοποιήσει προγράμματα της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως τα «Φιλόδημος» για την Τοπική Αυτοδιοίκηση ή το «Ηλέκτρα» για την ενεργειακή αναβάθμιση δημοσίων κτιρίων. Και με αυτό τον τρόπο, κατά την έναρξη της περιόδου ενεργοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν είχε ώριμα έργα για να αρχίσει τις εκταμιεύσεις. Αναλόγως, η κυβέρνηση για λόγους εσωτερικών φατριασμών, συνειδητά έδωσε σε διαφορετικό Υπουργείο (Οικονομικών) τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης σε σχέση με τους πόρους των Διαρθρωτικών Ταμείων αρμοδιότητας του Υπουργείου Ανάπτυξης, με αποτέλεσμα την έλλειψη συντονισμού των υπηρεσιών του δημοσίου. Στο ίδιο μήκος κύματος, η σημερινή κυβέρνηση δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί ότι ο διπλασιασμός των ευρωπαϊκών πόρων θα δημιουργούσε την ανάγκη για μια γενναία ενίσχυση σε ανθρώπινους και υλικοτεχνικούς πόρους των υπηρεσιών που θα καλούταν να σχεδιάσουν, αδειοδοτήσουν και προκηρύξουν τα αντίστοιχα προγράμματα και έργα. Έτσι, στις περισσότερες περιπτώσεις, στις εμπλεκόμενες υπηρεσίες απασχολούνται οι ίδιοι άνθρωποι που καλούνται να φέρουν σε πέρας το διπλάσιο έργο.
Είναι προφανές ότι οι υφεσιακές τάσεις που εκδηλώνονται στην ελληνική οικονομία είναι αποτέλεσμα και της αδυναμίας της παρούσας κυβέρνησης να αξιοποιήσει τους αναπτυξιακούς πόρους που έχει στην διάθεση της σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες. Ο κίνδυνος πλέον είναι υπαρκτός. Η χώρα φαίνεται ότι χάνει μια ιστορική ευκαιρία να αξιοποιήσει την ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση της πανδημίας ως ευκαιρία ανασυγκρότησης του παραγωγικού της μοντέλου. Η πολιτική αλλαγή είναι πλέον επιβεβλημένη.