Σε όλα τα επίπεδα των οικοσυστημάτων και της τροφικής αλυσίδας των ελληνικών θαλασσών έχουν εισχωρήσει τα θραύσματα και οι ίνες των πλαστικών απορριμμάτων που βρίσκονται εκτεθειμένα στο περιβάλλον. Αυτό μαρτυρούν τα αποτελέσματα της πρώτης εκτεταμένης έρευνας που έχει πραγματοποιηθεί στο Αιγαίο για την καταγραφή της περιεκτικότητας μικροπλαστικών ρύπων, τα οποία παρουσιάζονται στη νέα επιστημονική δημοσίευση του Ινστιτούτου Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος» και είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά.
Ειδικότερα, εξετάστηκαν 25 θαλάσσια ζώα που είχαν εντοπιστεί νεκρά στις ακτές του βορειοανατολικού Αιγαίου: οκτώ δελφίνια, δύο μεσογειακές φώκιες και 15 θαλάσσιες χελώνες και διαπιστώθηκε ότι 10.639 μικροπλαστικές ίνες είχαν εισέλθει στο γαστρεντερικό σύστημα τους. Σημειώνεται πως εξίσου απογοητευτικά ήταν και τα συμπεράσματα των δεκατεσσάρων προηγούμενων επιστημονικών δημοσιεύσεων του Ινστιτούτου με θέμα τη μικροπλαστική ρύπανση από το 2009 έως σήμερα.
Οι αναλύσεις έγιναν στα εργαστήρια του Ινστιτούτου, ενώ η έρευνα ήταν αποτέλεσμα συνεργασίας επιστημόνων από το τμήμα Βιοϊατρικής του Πανεπιστημίου Πάδοβα της Ιταλίας, τον Ζωολογικό Σταθμό Άντον Ντορν της Ιταλίας και το Πανεπιστήμιο Μπάχα Καλιφόρνια Σουρ στο Μεξικό.
«Να ξεκαθαρίσουμε πως τα ζώα που εξετάσαμε δεν πέθαναν από τη χρήση πλαστικών ειδών. Οι μελέτες πραγματοποιήθηκαν σε κάποια από τα δεκάδες ζώα που εκβράζονται κάθε χρόνο», λέει στην «Κ» η Αναστασία Μήλιου, διευθύντρια ερευνών στο «Αρχιπέλαγος».
Βρώμικη, «πλαστική» Μεσόγειος
Όπως εξηγεί, η Μεσόγειος είναι από τις πλέον επιβαρυμένες θάλασσες όσον αφορά στην πλαστική ρύπανση. Γιατί συμβαίνει αυτό; «Πρόκειται για μια ημίκλειστη θάλασσα, της οποίας η ακτογραμμή κατοικείται σε μεγάλο βαθμό, ενώ υπάρχει και έντονη τουριστική δραστηριότητα. Την ίδια στιγμή, υπάρχει μεγάλο πρόβλημα διαχείρισης των ρύπων, κάτι που φυσικά, συμβαίνει σε όλη τη Μεσόγειο, όμως στις δικές μας θάλασσες η κατάσταση είναι χειρότερη. Πολλές περιοχές της χώρας επιμένουν να παρουσιάζουν την εικόνα ανοιχτής χωματερής, ακόμα και ενόψει τουριστικής περιόδου. Το αποτέλεσμα είναι ανά 100 m2 θαλάσσιου πυθμένα να υπάρχουν περίπου 43.55 απορρίμματα, εκ των οποίων το 70–80% είναι πλαστικά διαφόρων τύπων».
Η κ. Μήλιου αναφέρει μάλιστα πως στην Ελλάδα, η πλαστική σακούλα συνεχίζει να «βασιλεύει», παρά τη ρύθμιση που έχει έρθει για το θέμα, κάτι που συμβαίνει και με τα πλαστικά μιας χρήσης, ενώ οι οικολόγοι που ασχολούνται με το ζήτημα, βρίσκουν διασκορπισμένα απορρίμματα καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου στις άκρες των αστικών και επαρχιακών δρόμων, σε τουριστικές περιοχές, σε πλούσια οικοσυστήματα αλλά και δίπλα σε αρχαιολογικούς χώρους.
«Στην πλειονότητά τους, αυτοί οι ρύποι καταλήγουν στη θάλασσα», λέει η κ. Μήλιου και υπογραμμίζει πως η Ελλάδα δεν είναι ο μόνος ρυπαντής του Αιγαίου. «Σοβαρό πρόβλημα προκαλείται και από τους τεράστιους όγκους πλαστικών ρύπων που προέρχονται και από τις γειτονικές χώρες».
Από τα μίκρο στα νάνο-πλαστικά
Έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 2019 στο επιστημονικό περιοδικό Nature και η οποία παρουσίαζε τα αποτελέσματα έρευνας στην οποία είχαν εξεταστεί 50 θαλάσσια ζώα από 10 διαφορετικά είδη στις ακτές της Βρετανίας, ανέφερε πώς «τα μικροπλαστικά ήταν πανταχού παρόντα, με τα σωματίδια να ανιχνεύονται σε κάθε ζώο που εξετάστηκε».
Η πλειοψηφία των σωματιδίων ήταν ίνες (84%) ενώ το υπόλοιπο 16% ήταν θραύσματα. Τα σωματίδια ήταν κυρίως μπλε και μαύρα (42,5% και 26,4%) στο χρώμα, ενώ το νάιλον ήταν ο πιο διαδεδομένος (60%) τύπος πολυμερούς.
Σύμφωνα με την κ. Μήλιου, τα τελευταία χρόνια, τα ακόμα μικρότερα θραύσματα των πλαστικών απορριμμάτων, τα λεγόμενα νανοπλαστικά, έχουν αναδειχθεί ως ιδιαιτέρως επικίνδυνα, δεδομένου ότι εισχωρούν βαθύτερα στους ιστούς των οργανισμών, ακόμα και του ανθρώπου. Οι επιπτώσεις τους, όπως ανέφερε και η έκθεση στο Nature, δεν έχουν προσδιοριστεί λεπτομερώς.
«Οι επιβλαβείς επιπτώσεις των μικροσκοπικών πλαστικών θραυσμάτων που εισέρχονται στην τροφική αλυσίδα δεν είναι ακόμα πλήρως κατανοητές», εξηγεί η διευθύντρια ερευνών στο «Αρχιπέλαγος» και τονίζει πως: «εκτός από τα τοξικά χημικά που περιέχει το πλαστικό από την παραγωγή του –βαρέα μέταλλα, επιβραδυντικά καύσης, φθαλικές ενώσεις, δισφαινόλες, κλπ.-, όταν το πλαστικό βρίσκεται επί μήνες ή χρόνια στο θαλάσσιο περιβάλλον λειτουργεί σαν “σφουγγάρι”, καθώς σε αυτό εισχωρούν και άλλες τοξικές ουσίες που βρίσκονται στο θαλασσινό νερό- φυτοφάρμακα, οργανοχλωρίδια κλπ). Έτσι, όταν μέσω της τροφικής αλυσίδας τα θραύσματα του πλαστικού καταλήγουν στους διάφορους οργανισμούς και στον άνθρωπο, οι τοξικές επιπτώσεις είναι πολλαπλάσιες».
Η κ. Μήλιου, αναφέρει αυτό που σημειώνεται και στην έκθεση του Nature. Τα κητώδη είναι ένας σημαντικός δείκτης, μέσα από τον οποίο καταλαβαίνουμε τις επιπτώσεις της ρύπανσης στο θαλάσσιο περιβάλλον. Και όπως συμπληρώνει: «αντίστοιχα συμπεράσματα έχουμε ανιχνεύσει σχεδόν στο σύνολο των πολλών χιλιάδων δειγμάτων που αναλύουμε σε καθημερινή βάση, δειγμάτων από διάφορα είδη ψαριών και ασπόνδυλων, θαλάσσιας χλωρίδας, θαλασσινού νερού και ιζήματος».