Πώς ένιωθαν άραγε όλοι εκείνοι οι Έλληνες που μπήκαν στο γύψο για επτά ολόκληρα χρόνια μετά την πτώση της Δικτατορίας; Τι αισθάνονταν, πώς πανηγύρισαν, πως εκφράστηκαν, πώς υποδέχτηκαν την ελευθερία τους; Οι απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα μπορεί να μοιάζουν αυτονόητες, δεν είναι όμως. Γιατί καμιά λέξη, καμιά περιγραφή, καμιά φωτογραφία δεν μπορεί να αποτυπώσει την ένταση των συναισθημάτων που διαδέχονταν το ένα το άλλο, το αρχικό μούδιασμα, τον θυμό, τον καθολικό ενθουσιασμό, το πάθος, τη συγκίνηση, την ελπίδα…!
Ιδανικότερος ίσως τρόπος για να γίνει αντιληπτό το λαϊκό αίσθημα εκείνης της πύρινης εποχής, κυρίως σε όσους δεν την έζησαν, αποτελούν τα ζωντανά βιντεοσκοπημένα αποσπάσματα από τις δύο ιστορικές συναυλίες που έδωσε ο Μίκης Θεοδωράκης, τον Οκτώβριο του 1974, στο Στάδιο Καραϊσκάκη, τρεις μήνες μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας και σχεδόν έναν χρόνο μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου από την οποία συμπληρώνονται σήμερα 50 χρόνια.
Ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης, που έδωσε τις δικές του, σκληρές μάχες για την Ελευθερία, έχει επιστρέψει από το Παρίσι όπου ζούσε εξόριστος και ετοιμάζεται για τις πιο συγκλονιστικές ζωντανές εμφανίσεις της μέχρι τότε πολυτάραχης ζωής του. Ανεβαίνει και πάλι σε μια σκηνή, στημένη στον τόπο του, και παρουσιάζει όλα εκείνα τα τραγούδια που η Χούντα των Συνταγματαρχών είχε φιμώσει. Ο Μίκης και η μουσική του αποκτούν και πάλι φωνή και μαζί του ολόκληρη η Ελλάδα.
Το Στάδιο Καραϊσκάκη είναι πλημμυρισμένο από κόσμο. Τα συναισθήματα είναι ακόμη πνιγμένα, δεν βρίσκουν τον δρόμο να βγουν προς τα έξω. Ήταν τόσο χρόνια καταπιεσμένα, απαγορευμένα, επικίνδυνα που όλο αυτό έμοιαζε σαν ένας μηχανισμός που ο ανθρώπινος νους είχε απωθήσει για λόγους επιβίωσης. Όταν όμως άρχισαν να αντηχούν οι πρώτες νότες από το «Όταν σφίγγουν το χέρι» κι ο Μίκης ανέβηκε στη σκηνή κι άρχισε να τραγουδά, με το πρόσωπό του, τη φωνή του, το σώμα του ολόκληρο να δονούνται στην κυριολεξία, τα συναισθήματα του κόσμου ξεχύθηκαν σαν ποτάμι και πλημμύρισαν τον χώρο.
Λίγο αργότερα ο Μίκης Θεοδωράκης διευθύνει δακρυσμένος κι ο Αντώνης Καλογιάννης ερμηνεύει το «Ένα το Χελιδόνι» και οι στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη επιβεβαιώνονται, προφητικά: «Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».
Όσο περνά η ώρα τόσο αυξάνονται ο παλμός, η ένταση και το πάθος. Οι φωνές του κόσμου βγαίνουν πλέον αυθόρμητα και γίνονται κραυγές και συνθήματα: «Δώσε τη χούντα στο λαό», «Λαέ Θυμήσου το Νοέμβρη»,«ΕΣΑ- Ες Ες, βασανιστές»… Μια καμένη ασφάλεια κι ένα καλώδιο κομμένο με μαχαίρι, το μόνο που καταφέρνουν είναι να κάνουν 50.000 κόσμου να αναφωνεί «Φασίστες – φασίστες».
Γύρω από τον Μίκη βρίσκονται συγκεντρωμένοι γνωστοί Έλληνες τραγουδιστές. Η Μαρία Φαραντούρη που ερμηνεύει συγκλονιστικά «Το γελαστό παιδί», ο Νίκος Ξυλούρης και η ανατριχιαστική ερμηνεία του στο «Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί», ο Πέτρος Πανδής που τραγουδά για πρώτη φορά σε ελληνικό έδαφος τα κομμάτια του θρυλικού « Canto General», σε ποίηση Χιλιανού Πάμπλο Νερούδα αλλά και ο Μανώλης Μητσιάς, ο Γιώργος Νταλάρας, η Λιζέτα Νικολάου. Εκεί, δυναμικά παρών και ο μεγάλος μας ποιητής Γιάννης Ρίτσος ο οποίος θα πει συγκινημένος: «Η μουσική του Μίκη είναι η μουσική του λαού. Κι όταν ο λαός μιλάει, οι ποιητές ακούνε. Τον πόνο, τη χαρά σας, την αγωνία σας και εγώ τραγούδησα».
Κι ήταν ο δικός του, ακριβός λόγος που σημάδεψε ανεξίτηλα το συγκλονιστικό φινάλε της πρώτης εκείνης, ελεύθερης μουσικής βραδιάς, που επαναλήφθηκε την επομένη μετά από λαϊκή απαίτηση, με τον Μίκη να αποδίδει συνταρακτικά τη «Ρωμιοσύνη» τη δική τους, τη ρωμιοσύνη της Ελλάδας, που για μία ακόμα φορά στην ιστορία της, πάλεψε και κέρδισε την ελευθερία της: «Τη ρωμιοσύνη μην την κλαισ/Να την πετιέται να την πετιέται/ Νά την πετιέται απο ‘ξαρχήσ/Κι αντριεύει και θεριεύει…»