Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
17.2 C
Ηρακλείου

Δες τον καιρό

Μια ξεχασμένη Άλωση

Πρέπει να διαβάσετε

Η 13η του Απρίλη αποτελεί μια ημερομηνία-ορόσημο στην ελληνική ιστορία.

Ήταν Τρίτη 13 Απριλίου του 1204 όταν η πλέμπα της Δ’ Σταυροφορίας κατακτούσε την Κωνσταντινούπολη, καταλύοντας την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία – την οποία, στα σύγχρονα χρόνια, συνηθίζουμε ν’ αποκαλούμε «Βυζάντιο».

Δεν είναι μυστικό ότι οι Σταυροφόροι ήταν στρατιές δολοφόνων, λωποδυτών, αγροίκων και άξεστων που είχαν για μοναδικό τους στόχο το πλιατσικολόγημα και τη λεηλασία.

Με την καθοδήγηση της Δυτικής (Καθολικής) Εκκλησίας ρήμαξαν για αιώνες την Ανατολή, στρεφόμενοι αρχικά κατά των –πολιτισμικά ανώτερών τους, τότε –Αράβων και καταλήγοντας εντέλει να καταλαμβάνουν τη σημαντικότερη πόλη του κόσμου εκείνη την εποχή: τη Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη.

Η Κωνσταντινούπολη δεν απέκτησε ποτέ ξανά την αίγλη, την ακτινοβολία και τον πλούτο της μετά την επέλαση των βαρβάρων Σταυροφόρων. Τόση ήταν η καταστροφή που προκάλεσαν και η αγριότητα που επέδειξαν, που ακόμη και δυτικοί χρονογράφοι της εποχής μαρτυρούν πως «από τη δημιουργία του κόσμου, ποτέ, σε καμία πόλη, δεν κατακτήθηκαν τόσα λάφυρα».

Σύμφωνα με την πιθανότερη από τις εκδοχές, η Τρίτη και 13 θεωρείται αποφράδα για τον ελληνισμό ακριβώς επειδή εκείνη την ημέρα έπεσε η Πόλη στα χέρια των Σταυροφόρων.

Η Άλωση εκείνη έχει σαφώς μεγαλύτερη αξία ως γεγονός από τη δεύτερη Άλωση της Πόλης το 1453, οπότε και την κατέκτησε ο Μωάμεθ ο Πορθητής για να την κάνει πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Καταρχάς, σήμανε το ουσιαστικό τέλος του πολυεθνικού Βυζαντίου.

Κατά δεύτερον, σηματοδότησε την έναρξη της «Δυτικοκρατίας» στον ελλαδικό χώρο, σε τρεις εκδοχές: τη Φραγκοκρατία, τη Λατινοκρατία και τη Βενετοκρατία – Γενοβοκρατία. Και οι τρεις επέδειξαν εξαιρετική τραχύτητα απέναντι στους γηγενείς πληθυσμούς και διήρκεσαν αρκετούς αιώνες.

Κατά τρίτον, μάλλον υπήρξε η ληξιαρχική πράξη γέννησης του νεώτερου ελληνισμού, με τα πρώτα αμιγώς ελληνικά κράτη (Δεσποτάτο Ηπείρου, Αυτοκρατορία Νίκαιας αλλά και η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας) να εμφανίζονται στα παλιά εδάφη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Η ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από την Αυτοκρατορία της Νίκαιας το 1261 δε στάθηκε ικανή να ανασυστήσει τη δύναμη και την αίγλη του παρελθόντος· το ελληνογενές, πια, «Βυζάντιο» ήταν ένα αξιοθρήνητο κράτος κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, με την πτώση του να είναι θέμα χρόνου.

Έτσι, η δεύτερη Άλωση του 1453 ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο αυτής της φθοράς και της αδυναμίας, η οποία είχε τις ρίζες της στο καταστρεπτικό 1204. Αν δεν την κατακτούσαν οι Οθωμανοί- που έχτιζαν τότε με τη σειρά τους την πιο ισχυρή αυτοκρατορία της εποχής τους- θα έπεφτε στα χέρια κάποιων άλλων.

Οι καινούργιοι κατακτητές, μάλιστα, επέδειξαν πολύ μεγαλύτερη ανεκτικότητα στα μνημεία, τη θρησκεία και τον τρόπο ζωής των ελληνορθόδοξων υπηκόων τους απ’ ότι οι ορδές των Σταυροφόρων και οι διάδοχοί τους.

Στο νεοελληνικό εθνικό αφήγημα, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στη δεύτερη Άλωση του 1453 ενώ αυτή του 1204 δεν έχει βρει την πραγματική της θέση.

Βλέπετε, από τη σύσταση του ελληνικού κράτους και δώθε, ο «εχθρός» έπρεπε να είναι οι «απολίτιστοι» και «άξεστοι» Τούρκοι. Αντίθετα, ο δυτικός κόσμος –που ήρθε ως «απελευθερωτής» της Ελλάδας με τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827- έπρεπε να παρουσιάζεται ως «φίλος» και πολιτισμικά «ανώτερος».

Έτσι, ενώ γενιές Ελλήνων μάθαμε ότι η πατρίδα «υποδουλώθηκε» στους Τούρκους το 1453, δεν έχουμε εγγράψει όμως στη συλλογική ιστορική μας μνήμη την αγριότητα και τη λεηλασία που υπέστη ο τόπος από τους Δυτικούς για πολλούς αιώνες, μέχρι και την οθωμανική περίοδο – σε πολλά μέρη, μάλιστα, η Λατινοκρατία συνεχίστηκε και μετά την Άλωση του 1453.

Άλλωστε, το ποιος καταγράφεται στην εθνική ιστορική μνήμη ως «κακός» και ποιος ως «καλός», το ποιος είναι «φίλος» και ποιος «εχθρός», συνήθως το καθορίζουν τα συμφέροντα της κάθε εποχής και λιγότερο τα πραγματικά βιώματα των ανθρώπων.
(Μια εξαιρετική και τεκμηριωμένη παρουσίαση της ιστορίας των Σταυροφοριών αλλά και της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα – διανθισμένη με μπόλικο χιούμορ, δίνει ο αείμνηστος Νίκος Τσιφόρος, στα μνημειώδη βιβλία του με τίτλο «Σταυροφορίες» και «Εμείς και οι Φράγκοι», εκδόσεις «ΕΡΜΗΣ»).

Σχετικά άρθρα

Άλλα Πρόσφατα