Η απόφαση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να παραπέμψει την υπόθεση ΟΠΕΚΕΠΕ σε εξεταστική επιτροπή που θα διερευνήσει τα τεκταινόμενα στον Οργανισμό από το 1998 έως σήμερα και ταυτόχρονα να προστατέψει τους κ.κ. Βορίδη και Αυγενάκη από την παραπομπή τους σε Προανακριτική (εν αντιθέσει με ό,τι έκανε στις περιπτώσεις Τριαντόπουλου, Καραμανλή) είναι πολιτικά συζητήσιμη προφανώς.
Του Κώστα Κεφαλογιάννη
Σηκώνει κριτική και μάλιστα μπόλικη, ωστόσο αποτελεί μια στρατηγική που έχουμε δει και άλλες φορές στο παρελθόν. Αντιθέτως, ο πλήρης ευτελισμός της κοινοβουλευτικής διαδικασίας το βράδυ της Τετάρτης 30 Ιουλίου είναι κάτι που δεν είχαμε ξαναδεί σε τέτοιο βαθμό. Μιλάμε για μια απόλυτη παρωδία, στα όρια της εκτροπής. Και η ευθύνη ανήκει στους κυβερνητικούς που δέχτηκαν να συμμετέχουν σε αυτήν, κυρίως όμως στον ίδιο και τον Πρωθυπουργό. Ο οποίος εδώ και καιρό μοιάζει να αδιαφορεί παντελώς για τους θεσμούς και να μην δίνει δεκάρα για την τεράστια ζημιά που προκαλεί στην χώρα με την συγκεκριμένη απαξίωση. Σαν να είναι πια το μόνο ζητούμενο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη είναι πια η πολιτική επιβίωση δια της επικοινωνίας και τίποτα πέραν αυτού.
Προκειμένου να επιβιώσει λοιπόν, η κυβέρνησή του υπονομεύει τις ανεξάρτητες αρχές, προσβάλλει και μειώνει ακόμα και την ευρωπαϊκή εισαγγελία, αγνοεί ή παραβιάζει το Σύνταγμα, “τεντώνει” τους νόμους και τη λογική κατά το δοκούν, ισοπεδώνει τους θεσμούς, υιοθετεί όλο και περισσότερο την “λουδοβίκεια” οπτική: “Το κράτος είμαι εγώ”.
Όλα αυτά και πολλά ακόμα, έφτασαν σε ένα κρεσέντο κυνισμού και αμετροέπειας το βράδυ της Τετάρτης, ξημερώματα Πέμπτης, στην παράσταση “απέχω αλλά δεν απέχω” που ανέβασε η ΝΔ στην βουλή
Υπενθυμίζω για το αστείο του πράγματος ότι ο κ. Μητσοτάκης και στις εσωκομματικές εκλογές του 2016 και στις εθνικές εκλογές του 2019, εν μέρει και του 2023 στηρίχθηκε από μεγάλο μέρος κεντρώων ψηφοφόρων που ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν ψηφίσει Νέα Δημοκρατία. Και στηρίχθηκε επειδή πίστεψαν ότι πρόκειται για φιλελεύθερο μεταρρυθμιστή, ο οποίος θα ενίσχυε με την πολιτική του την αξιοπιστία των θεσμών και θα αποκαθιστούσε την εμπιστοσύνη των πολιτών προς αυτούς (τους θεσμούς δηλαδή). Όλοι αυτοί δικαιούνται να αισθάνονται -εδώ και καιρό με αποκορύφωμα- την σημερινή ημέρα βαθιά απογοητευμένοι από την επιλογή τους.
Παρότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι, νιώθω ότι φτάσαμε σε ένα σημείο χωρίς επιστροφή και για την κυβέρνηση. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ ενδεχομένως να αποδειχθεί το “παγόβουνό” της.
Το πρόβλημα όμως δεν είναι πια κομματικό. Είναι κοινωνικό. Στο κάτω – κάτω η εκλογική επιτυχία ή αποτυχία της Νέας Δημοκρατίας ας απασχολήσει τα στελέχη και τους πιστούς οπαδούς της. Όλους τους υπόλοιπους πρέπει να μας απασχολεί πρωτίστως η δημοκρατία, χωρίς το “Νέα” μπροστά. Αυτή η έρμη η κοινοβουλευτική μας δημοκρατία που βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια ιλλιγιώδη θεσμική περιδίνηση και φθίνει ολοένα περισσότερο. Μαζί της φθίνει και ο αριθμός όσων έχουν απομείνει να την υπερασπίζονται.
Οι θεσμοί είναι ή θα έπρεπε να είναι η άμυνα των αδύναμων απέναντι στην ασυδοσία των ισχυρών. Η άμυνα της δημοκρατίας απέναντι στον καθεστωτισμό.
Δυστυχώς, η βασικότερη παρενέργεια της συστηματικής αντιθεσμικής συμπεριφοράς της κυβέρνησης, είναι η εμπέδωση και στην κοινωνία του ακριβώς αντίθετου: της πεποίθησης δηλαδή ότι οι θεσμοί αποτελούν κατά βάση εργαλεία ενίσχυσης των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ και άρα δεν αξίζουν υπεράσπισης, παρά μονάχα ισοπέδωσης.
Αν αυτή η πεποίθηση ριζώσει τόσο βαθιά ώστε να γίνει μη αναστρέψιμη, τότε πολύ φοβάμαι ότι για την καταταλαιπωρημένη χώρα μας έρχονται ακόμα χειρότερες μέρες.