Μια 29χρονη γυναίκα είναι η υπαρχηγός του κυκλώματος trafficking που κατάφερε εντοπίσει η Διεύθυνση Οργανωμένου Εγκλήματος της Ασφαλείας Αττικής. Πρόκειται για μια γυναίκα αλβανικής καταγωγής που είχε συγκεκριμένες αρμοδιότητες και μάλιστα ήταν γνωστή ως «αρχηγός» ή «η γυναίκα του αρχηγού».
Οι αστυνομικοί μάλιστα κατάφεραν να περιγράψουν στις δικαστικές αρχες ακριβώς το ρόλο της. Κανόνιζε τις βάρδιες των υπηρετικών προσωπικών στους οίκους ανοχής και επέλυε θέματα που ανέκυπταν κατά τη λειτουργία αυτών, ενώ και εκείνη είχε πρόσβαση στα εγκατεστημένα κλειστά κυκλώματα επιτήρησης στους οίκους ανοχής και τα διαμερίσματα, προκειμένου να ελέγχει τις αλλοδαπές γυναίκες.
Εκφόβιζε τις αλλοδαπές γυναίκες, προκειμένου να κάμψει τις αντιστάσεις τους και να συνεχίσουν να εκδίδονται για λογαριασμό της εγκληματικής οργάνωσης, σε περίπτωση που εκείνες αντιδρούσαν στην εξαναγκαστική σεξουαλική τους εκμετάλλευση. Αυτό το πετύχαινε, κατά περίπτωση, μέσω επιβολής προστίμων (συνήθως ύψους 100 ευρώ), αφαίρεσης του συνόλου των χρημάτων που είχαν στην κατοχή τους οι εκδιδόμενες, αφαίρεση των ταξιδιωτικών τους εγγράφων για περιορίσει την κίνηση τους, να μεγιστοποιήσει τον έλεγχο σε εκείνες και να αποφύγει τυχόν απόδραση τους από τη σφαίρα επιρροής της οργάνωσης, που θα απέφερε οικονομική ζημία στα μέλη αυτής. Συχνά, για να πετύχει τον εκφοβισμό, τις απειλούσε με τη συνδρομή «μπράβων» ότι θα τους προκαλέσει σωματικές βλάβες.
Προσπαθούσε να εξασφαλίσει την αποκλειστική εργασία των εκδιδομένων γυναικών, που τα μέλη της οργάνωσηςείχαν προηγουμένως στρατολογήσει και μεταφέρει στην Ελλάδα, στους οίκους ανοχής που διατηρούσαν. Χαρακτηριστικά, τρεις ( εκδιδόμενες γυναίκες, προκειμένου να συγκεντρώσουν χρήματα, καθώς η δράση της οργάνωσης δεν τους το επέτρεπε, εργάστηκαν εκτός ωραρίου τους, σε οίκο ανοχής ). Όταν η υπαρχηγός το πληροφορήθηκε, τους αφαίρεσε τα χρήματα που κατείχαν και τους επέβαλλε πρόστιμο συνολικού ύψους οκτώ χιλιάδων (8.000) ευρώ, λέγοντας ότι Κολομβιανές γυναίκες εργάζονται μόνο στα δικά τους μαγαζιά.
Τέλος ήταν υπεύθυνη για τη χορήγηση ρεπό στις εκδιδόμενες γυναίκες, οι οποίες επικοινωνούσαν μαζί της ώστε να το αιτηθούν και να εξηγήσουν το λόγο που το επιθυμούσαν, πλην όμως σχεδόν ποτέ δεν τους επέτρεπε να μην εργαστούν, υποστηρίζοντας ότι ήταν δικαιολογίες, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα την ύπαρξη του υπέρογκου χρέους, το οποίο έπρεπε να αποπληρωθεί. Σε περίπτωση που κάποια γυναίκα δεν αντιδρούσε και κατάφερνε να ξεχρεώσει πριν τη λήξη της τρίμηνης παραμονής της στην Ελλάδα, δεν της επέτρεπε από κοινού με τον αρχηγό να αποχωρήσει από τη Χώρα, εάν δεν κατέβαλε το χρηματικό ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, ως πρόστιμο.
Η υπόθεση βρίσκεται στον ανακριτή όμως η έρευνα δεν έχει σταματήσει για την Αστυνομία καθώς υπήρχε ένας χώρος εκατομμυρίων από την εκμετάλλευση των γυναικών από την Κολομβία και μάλιστα δεν αποκλείεται τα χρήματα να ξεπλένονταν σε εταιρίες που είχαν φτιάξει οι εμπλεκόμενοι ακριβώς για να κρύβουν τα παράνομα και βρώμικα κέρδη. Με τη λήξη κάθε ωραρίου, το εκάστοτε προσωπικό του οίκου ανοχής τοποθετούσε τις μισές εισπράξεις σε φάκελο, εξωτερικά του οποίου αναγραφόταν η ημερομηνία, η διεύθυνση του καταστήματος και τα ψευδώνυμα των εκδιδομένων, ενώ συνοδευόταν από απόκομμα χαρτιού που καταδείκνυε τον αριθμό των ερωτικών ραντεβού ανά εκδιδόμενη. Αυτός ο φάκελος σφραγιζόταν και τοποθετείτο από σχισμή, στο κλειδωμένο χρηματοκιβώτιο του οίκου ανοχής, για το οποίο τα προαναφερόμενα άτομα δεν είχαν κλειδιά. Στη συνέχεια, οι υπόλοιπες μισές εισπράξεις παραδίδονταν στις εκδιδόμενες, ανάλογα με τον αριθμό των ερωτικών ραντεβού που είχαν πραγματοποιήσει. Εκείνες με τη σειρά τους έπρεπε να τοποθετήσουν τουλάχιστον τα μισά χρήματα από εκείνα που τους είχαν απομείνει σε έτερο φάκελο και ανέγραφαν εξωτερικά αυτού, το ψευδώνυμο τους και την ημερομηνία. Τα εν λόγω χρήματα παρακρατούνταν από τα μέλη της οργάνωσης, ώστε οι γυναίκες να αποπληρώσουν το υποτιθέμενο χρέος που είχαν απέναντι τους, το οποίο πολλές φορές αυξανόταν, με την επιβολή προστίμων ύψους 50 έως 100 ευρώ, σε περίπτωση που κάποια γυναίκα δεν εμφανιζόταν στον οίκο ανοχής να εργαστεί λόγω κούρασης ή προβλήματος υγείας αλλά και όταν ο πελάτης δεν έμενε ευχαριστημένος από τις παρεχόμενες υπηρεσίες.
Από κάθε ερωτικό ραντεβού που κόστιζε πενήντα ευρώ, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης παρακρατούσαν με άμεσο τρόπο, αυτούσιο το αντίτιμο του πρώτου έκαστης εκδιδόμενης ) και από τα εναπομείναντα, το 75% του ποσού (37,5 ευρώ). Έτσι, στην εκδιδόμενη γυναικά κατέληγε το 25% (12,5 ευρώ). Από τα χρήματα που η κάθε γυναίκα κατάφερνε καθημερινά να συγκεντρώσει, έπρεπε ενδεικτικά να πληρώσει, δέκα ευρώ για τη μεταφορά της από το διαμέρισμα στον οίκο ανοχής και το αντίστροφο, δέκα ευρώ ανά γεύμα για τη σίτιση της, χρηματικό ποσό για τη διαμονή της και αντικείμενα που ήταν αναγκαία για την εργασία της.