Πάντοτε τέτοιες μέρες, γιορτινές, με τραβάει ετούτο το ζαχαροπλαστείο.
Λιτό και προσεγμένο, σαν θα μπεις δεν πνίγεσαι από παραφορτωμένες βιτρίνες με εκατό λογιώ γλυκίσματα κι υπερμεγέθεις ζαχαρώδεις κατασκευές· δέκα πράματα παρασκευάζει όλα κι όλα, συν τα εποχικά, και μας κρατά εμάς τους πελάτες του σταθερούς και ευχαριστημένους.
Δεν είναι οι κουραμπιέδες ή τα μελομακάρονα που φέρνουν τα βήματά μου ίσαμε την τζαμένια πόρτα του.
Αλλωστε έχω μιαν αδυναμία στους σπιτικούς κουραμπιέδες, αυτούς που κάποιος έβαλε αγάπη, μεράκι κι αφιέρωσε προσωπικό του χρόνο για να τους φτιάξει, να τους προσφέρει σε πρόσωπα αγαπημένα.
Είναι εκείνα τα καραμελωμένα σοκολατάκια με αμύγδαλο, βλέπεις, που φουρνίζει κάθε Χριστούγεννα και δεν μπορώ να τους αντισταθώ σαν θα περάσω απέξω και τ’ αντικρίσω να φιγουράρουνε στο ράφι τους.
Ετσι και φέτος, με μαγνητίσανε μια μέρα του Δεκέμβρη, λίγο πριν κλείσουν τα σκολειά. Καθώς ορθώθηκα ομπρός τους να παραγγείλω την ταπεινή μερίδα μου, κρυφομετρώντας τα κέρματα με τα δάχτυλα χωμένα στην τσέπη, έπεσε το μάτι μου σε κάτι άλλα, παράξενα σοκολατάκια παραδίπλα, με μια μυστηριώδη επιγραφή: «με γεύση Χριστουγέννων».
Αυτό τ’ οξύμωρο, το υπερβατικό αυτής της ταμπελίτσας, μου γαργάλησε τον νου και μ’ έκανε να στέκω για ώρα καταμεσής του μαγαζιού, παρεμποδίζοντας την πελατεία που μπαινόβγαινε φουριόζα.
Εχουνε γεύση τα Χριστούγεννα; Κι αν ναι, πώς είναι;
«Μήπως δεν έχει γεύση το καθετί σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο;» απάντησα στον εαυτό μου· έτσι και τα Χριστούγεννα, μόνο που είναι διαφορετική για τον καθένα.
Αλλος γεύεται στοργή, αγάπη και φροντίδα, και άλλος μοναξιά, απόγνωση κι απελπισία.
Κάποιοι, λίγοι, μπουχτίζουν μες στην αφθονία τους καταναλώνοντας ατέρμονα, ανήμποροι στ’ αλήθεια να γευτούν το οτιδήποτε.
Κι άλλοι, πολλοί, λιμοκτονούνε μες στη στέρηση και την κακουχία, προσπαθώντας να ξεγελάσουνε τη μοίρα τους ετούτες τις ημέρες και να γευτούν λίγη ελπίδα.
Μια μυρωδιά από υγραέριο, σε μια σκηνή μες στον καταυλισμό· μια αίσθηση καπνιάς στον ουρανίσκο, από ένα μαγκάλι σ’ ένα ημιυπόγειο στο κέντρο της μεγάλης πολιτείας.
Ζεστό και φρέσκο αίμα, σε μια πολύβουη αγορά της Δύσης μετά από τυφλή επίθεση κι επίγευση θανάτου σε μια ισοπεδωμένη μητρόπολη της Ανατολής.
Ρινίσματα αγωνίας σε μια νοσοκομειακή εφημερία, μα και άχνη από φως, σε μια γέννα που εξελίχθηκε καλά.
Μια δόση νόστου σ’ έναν ξενιτεμένο, γλυκό σιρόπι σε μια παρέα πιτσιρικάδων που τριγυρνά να πει τα κάλαντα, μια παγωμένη αύρα στον άστεγο του πάρκου.
Λιβάνι στην άδεια εκκλησιά επάνω στο χωριό, που απέμειναν μονάχα κάποιοι γερόντοι για να λειτουργηθούνε.
Μύρο να επουλώσει των πονεμένων τις ψυχές. Ψυχρό χρυσάφι, αποθησαυρισμένο σε κλειδαμπαρωμένα κι απάνθρωπα σεντούκια.
Καθένας με τη γεύση του κι ετούτα τα Χριστούγεννα, κι ετούτη τη χρονιά που τώρα δα κατέφτασε, μειράκιον του Αιώνα.
Καθένας με το μοναδικό σοκολατάκι του, που δεν μπορεί να ξέρει τι του επιφυλάσσει, μα -αναπόφευκτα, θαρρείς- θα το ξετυλίξει και θα τ’ αργομασήσει, με τον μεγάλο πόθο να κατορθώσει να το απολαύσει, κι όχι να δηλητηριαστεί.
Από το αρχείο του Λευτέρη Κουγιουμουτζή στην «Εφημερίδα των Συντακτών»