Όπως εξηγεί, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ο καθηγητής και πρόεδρος της Ελληνικής Πνευμονολογικής Εταιρείας Στυλιανός Λουκίδης, στην Ελλάδα υπάρχει μια περίοδος η οποία ξεκινάει στις 15 Δεκεμβρίου -λίγο πριν τις γιορτές -και τελειώνει στις αρχές του Μαρτίου όπου φαίνεται ότι ενδημικά υπάρχει έξαρση των ιογενών λοιμώξεων από το κοινό κρυολόγημα μέχρι την πνευμονία.
«Οι πιο γνωστές και δυνητικά επικίνδυνες λοιμώξεις του αναπνευστικού αφορούν τη γρίπη, τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό (RSV), την Covid-19, καθώς και άλλους ιούς που σίγουρα υπάρχουν σήμερα και κυκλοφορούν κατά τη διάρκεια των επιδημικών εξάρσεων. Οι άνθρωποι οι οποίοι είναι πιο επιρρεπείς όχι μόνο για τις προσβολή από τις λοιμώξεις αλλά και για την πιθανή εξέλιξη σε σοβαρή νόσο είναι οι άνθρωποι με χαμηλή άμυνα του οργανισμού, οι λεγόμενοι ανοσοκατασταλμένοι, οι άνθρωποι που είναι πάνω από 65 ετών, αυτοί που έχουν σημαντικές συν-νοσηρότητες, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, χρόνια αναπνευστικά νοσήματα, σακχαρώδης διαβήτης» επισημαίνει.
Ρωτήσαμε τον κ. Λουκίδη εάν υπάρχει λόγος ανησυχίας για τους φετινούς χειμερινούς μήνες όσον αφορά τον κορονοϊό που πλέον έχει γίνει μια ενδημική νόσος η οποία έχει υφέσεις και εξάρσεις. «Είναι σίγουρο ότι μετά τις 15-20 Δεκεμβρίου θα έχουμε πάλι μια αύξηση των περιπτώσεων η οποία σίγουρα θα έχει επίπτωση στις νοσηλείες και στην χρήση των δομών υγείας. Πρέπει επίσης να παραδεχτούμε ότι σε αυτή τη φάση έχουμε μια πάρα πολύ μικρή εμβολιαστική κάλυψη. Η καλή υγιεινή, η έγκαιρη αναγνώριση της λοίμωξης, η έγκαιρη χορήγηση αντιιικών φαρμάκων στις ομάδες εκείνες που κινδυνεύουν για σοβαρή νόσο, καθώς και ο εμβολιασμούς των ανθρώπων εκείνων που έχουν οριστεί διεθνώς ότι είναι πιο ευάλωτοι στην εξέλιξη της νόσου σε σοβαρή μορφή, είναι τα μέτρα εκείνα που θα μειώσουν και την πίεση στο σύστημα υγείας αλλά και τη νοσηρότητα και θνητότητα από τη νόσο», τονίζει.
Μπροστά στην πρόκληση των αναπνευστικών λοιμώξεων, η ανάγκη πρόληψης καθίσταται επιτακτική επισημαίνουν οι ειδικοί, καθώς πέρα από την τήρηση των κανόνων υγιεινής, είναι σημαντικό και όλοι οι ενήλικες με παράγοντες κινδύνου να είναι επαρκώς εμβολιασμένοι με τα εμβόλια που συστήνονται από το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών (ΕΠΕ) Ενηλίκων.
Όπως εξηγεί ο κ. Λουκίδης «οι άνθρωποι οι οποίοι εμβολιάζονται και τηρούν τους κανόνες υγιεινής στην περίοδο των ενδημικών εξάρσεων και όχι μόνο, είναι σίγουρα η μειονότητα όσων εξελίσσουν μια ιογενή λοίμωξη ή μια μικροβιακή λοίμωξη σε αυτό που λέμε σοβαρή νόσο, όταν μιλάμε για πνευμονιόκοκκο».
Γιατί κλονίστηκε η εμπιστοσύνη αρκετών ανθρώπων στον εμβολιασμό
Την ίδια ώρα όλο και περισσότεροι άνθρωποι φαίνεται να βλέπουν με επιφύλαξη κάποια εμβόλια. Το ΑΠΕ-ΜΠΕ ρώτησε τον πρόεδρο της ΕΠΕ τι έχει συμβάλει ώστε να κλονιστεί η εμπιστοσύνη του κόσμου στα εμβόλια αλλά και εάν είναι ικανοποιητική η εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού σήμερα.
«Εδώ πρέπει να κάνουμε όλοι την αυτοκριτική μας η οποία έχει σχέση και με την επικοινωνιακή πολιτική που φτιάξαμε για τα εμβόλια ανεξάρτητα από την περίοδο της Covid-19. Η εμπιστοσύνη του κόσμου, αν εξαιρέσουμε κάποιες μικρές μειονοτικές τάσεις που σίγουρα βλέπουν παντού θεωρίες συνωμοσίας, έχει άμεση σχέση με την προσέγγιση του γιατρού και με την εκλαϊκευμένη τεκμηρίωση της παρέμβασης του εμβολιασμού ως μέσου πρόληψης.
Παίρνοντας αρκετά παραδείγματα από την περίοδο της πανδημικής έξαρσης της Covid-19, πρέπει να θυμηθούμε πώς ήμασταν στις αρχές του 2021 και πως το σύστημα υγείας ανταπεξήλθε σε όλες τις δυσκολίες δύο σκληρών μεταλλάξεων, της βρετανικής και της δέλτα, όταν εισήχθη ο εμβολιασμός. Την ίδια περίοδο, όμως, νομίζω ότι όλοι μας προσπαθήσαμε να υπερασπίσουμε τις επιστημονικές μας απόψεις διαφορετικά ο ένας από τον άλλον, πράγμα που για τον κόσμο ήταν μάλλον ένα αρνητικό πρόσημο ώστε να εμπιστευτεί την επιστήμη».
Όσον αφορά το ζήτημα της εμβολιαστικής κάλυψης ο καθηγητής πνευμονολογίας μιλώντας στο ΑΠΕ -ΜΠΕ εξηγεί πως η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη έχει πολλές συνιστώσες και οφείλεται «σε πολλαπλές σε διαφορετικές γνώμες που ακούγονται κατά καιρούς από επιστημονικές πηγές, στην μη επιστημονικά τεκμηριωμένη πληροφορία στο διαδίκτυο και ίσως στην έλλειψη επικοινωνιακής τακτικής μεταξύ ιατρού και ασθενούς που άπτεται της σωστής πληροφόρησης της τεκμηριωμένης επιστημονικής άποψης και της εκλαϊκευμένης προσέγγισης». «Είναι λογικό ότι όταν εμβολιάζεις εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο να έχεις και κάποιες ανεπιθύμητες ενέργειες, αυτό συμβαίνει με όλα τα φάρμακα. Πρέπει όμως να βάζεις σε μια ζυγαριά όλα τα θετικά στοιχεία του εμβολιασμού, όλες τις θετικές επιδράσεις του εμβολιασμού στη δημόσια υγεία και από την άλλη πλευρά τις λίγες -ακόμα και αν είναι σημαντικές- ανεπιθύμητες ενέργειες», καταλήγει και προσθέτει πως θα πρέπει να αναλογιστούμε τη μείωση της πνευμονικής θνησιμότητας μέσω των εμβολίων και να σκεφτούμε την εξάλειψη πολλών ασθενειών οι οποίες επανακάμπτουν λόγω της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης, όπως η ιλαρά.
Σε ποιο βαθμό τα εμβόλια προστατεύουν από τη μόλυνση και τη σοβαρή νόσηση
Ερωτηθείς ο κ. Λουκίδης με ποια εμβόλια θα μπορούσε κάποιος να προφυλαχθεί και ποια είναι η ποσοστιαία προστασία που προσφέρουν για να μην μολυνθεί από τις ιογενείς λοιμώξεις αναφέρει: «Αυτά τα εμβόλια είναι το εμβόλιο κατά της γρίπης, το εμβόλιο κατά του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού, το επικαιροποιημένο εμβόλιο κατά της Covid-19, ενώ ανεξάρτητα από την εποχή θα πρέπει να έχει εμβολιαστεί απέναντι στον πνευμονιόκοκκο και στον έρπητα ζωστήρα. Η προστασία με βάση τα ποσοστά που υπάρχουν στη βιβλιογραφία είναι για τη γρίπη κοντά στο 35%, για τον πνευμονιόκοκκο κοντά στο 45%, για την Covid-19 από ό,τι φαίνεται με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν από πρόσφατη βιβλιογραφική άποψη που αφορά το νότιο ημισφαίριο αγγίζουν το 60% στο πρώτο τετράμηνο, ενώ για τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό τα στοιχεία είναι πολύ πρώιμα αλλά φαίνεται ότι η προστασία απέναντι στη σοβαρή νόσο μπορεί να αγγίζει και το 90%».
Αλήθεια τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά και σε ποιο βαθμό όσων αφορά τη βαρύτητα με την οποία νοσεί κάποιος από μια αναπνευστική λοίμωξη; Αυτό είναι άλλο ένα ερώτημα που προβληματίζει κυρίως τους ανθρώπους που βρίσκονται στις ευπαθείς ομάδες. Ο πρόεδρος της ΕΠΕ επισημαίνει πως τα εμβόλια είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικά σε αυτούς οι οποίοι έχουν κάποιο υποκείμενο νόσημα ή κάποιο ηλικιακό κριτήριο και προστατεύουν σημαντικά απέναντι στην εξέλιξη σε σοβαρή νόσο. «Εκεί τα ποσοστά με βάση την αποτελεσματικότητα είναι πολύ υψηλότερα και είναι πολύ σημαντικό αυτό που βλέπουμε στις ενδημικές εξάρσεις, ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που νοσηλεύονται με ταυτοποιημένες ιογενείς λοιμώξεις -δηλαδή λοιμώξεις οι οποίες έχει ταυτοποιήσει το αίτιο- είναι οι περισσότεροι ανεμβολίαστοι». «Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και έναν μύθο που υπάρχει, ότι όλες οι λοιμώξεις οι οποίες υπάρχουν κατά τη διάρκεια των ενδημικών εξάρσεων είναι γρίπη. Έτσι αρκετοί λένε έκανα το αντιγριπικό αλλά νόσησα, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι νοσήσαν από κάποια άλλη ιογενή λοίμωξη», προσθέτει.
Οι επιπλοκές του πνευμονιόκοκκου και ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός
Για τον αναπνευστικός συγκυτιακός ιό ο καθηγητής Πνευμονολογίας εκτιμά ότι δικαιολογημένα εξακολουθεί να μας ανησυχεί μετά την έξαρση που εμφάνισε πρόσφατα.
«Τον αναπνευστικό συγκυτιακό ιό η ειδικότητα της πνευμονολογίας τον έμαθε από τη λοίμωξη που προκαλούσε στα παιδιά και που αυτή η λοίμωξη αποτελούσε έναν σαφέστατο προδιαθεσικό παράγοντα για την εμφάνιση άσθματος και στην ενήλικη ζωή. Φαίνεται όμως ότι η επίδραση του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού σαν ενδημική ιογενής λοίμωξη κατά τη διάρκεια των μηνών από τον Νοέμβριο μέχρι και τα τέλη Φεβρουαρίου έχει μια σημαντική επίπτωση στο σύστημα υγείας με αρκετές νοσηλείες και δυστυχώς με υψηλή θνητότητα», επισημαίνει ο κ. Λουκίδης, εφιστώντας την προσοχή στις κύριες ομάδες που προσβάλλονται από τη σοβαρή μορφή του αναπνευστικού συγκυτιακού ιού που είναι «οι άνθρωποι μεγάλης ηλικίας και αυτοί που έχουν συνοδά νοσήματα», και σημειώνει: «Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε δε, είναι ότι ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός για τους ενήλικες δεν έχει καμία θεραπεία παρά μόνο πρόληψη μέσω του εμβολιασμού, ο οποίος στην Ελλάδα έχει αδειοδοτηθεί από τον Σεπτέμβριο του 2024 με σχεδιασμό για τις ηλικίες πάνω από τα 75 έτη και για αυτές μεταξύ 60 και 74 που έχουν τουλάχιστον ένα σημαντικό συνοδό νόσημα».