Για ένα πιο θερμό καλοκαίρι, με τη θερμοκρασία να φτάνει έως και τους 50 βαθμούς Κελσίου προειδοποιούν οι ειδικοί. Ο Πρόεδρος του Ο.Α.Σ.Π κ. Ευθύμιος Λέκκας, μίλησε για τους επερχόμενους καύσωνες που αναμένουμε αυτή τη χρονιά αλλά και τη χειρότερη ξηρασία που βιώσαμε φέτος.
Πιο συγκεκριμένα, οι ήδη υψηλές θερμοκρασίες σε πολλές περιοχές της Ευρώπης, η παρατεταμένη ξηρασία τον χειμώνα τουλάχιστον σε ένα μεγάλο μέρος της ηπείρου και η επανάκαμψη του φαινομένου Eλ Νίνιο αφενός αποτελούν ενδείξεις για ένα φετινό καλοκαίρι με μεγάλους καύσωνες, αφετέρου δημιουργούν ανησυχίες πως το κλίμα και το περιβάλλον της Β. Μεσογείου μπορεί σε όχι πολλά χρόνια να μοιάζει με εκείνο της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής.
Ο καθηγητής του ΕΚΠΑ, Διευθυντής του Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Στρατηγικές Διαχείρισης Περιβάλλοντος, Καταστροφών και Κρίσεων» και Πρόεδρος του Ο.Α.Σ.Π κ. Ευθύμιος Λέκκας, μιλώντας στο «Πρώτο Πρόγραμμα» εξηγεί τα κρίσιμα αυτά ζητήματα καθώς και τα μέτρα που απαιτούνται να ληφθούν.
«Είχαμε μία από τις χειρότερες ξηρασίες»
Ένας ακόμη «χειμώνας ξηρασίας» πέρασε στην Ευρώπη, ιδιαίτερα υψηλές θερμοκρασίες καταγράφονται το τελευταίο διάστημα ιδίως στην ΝΔ Ευρώπη και ταυτόχρονα η Κλιματική Υπηρεσία COPERNICUS της ΕΕ εκτιμά πως επανακάμπτει φέτος το φαινόμενο Ελ Νίνιο, γεγονός που σημαίνει ότι θα κάνει το 2023 θερμότερο, όχι μόνο σε σχέση με το ήδη θερμό 2022, αλλά και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Όλα αυτά διαγράφουν ένα καθόλου εύκολο καλοκαίρι στην Ευρώπη και όχι μόνο. Τις τελευταίες μέρες ο κ. Λέκκας και άλλοι ειδικοί δεν απέκλεισαν με παρεμβάσεις τους καύσωνες στην Ελλάδα που μπορούν να αγγίξουν τοπικά και τους 50 βαθμούς.
Πάντως, όχι μόνο στα πρόσφατα χρόνια, αλλά εδώ και καιρό, ο Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός και άλλοι επιστημονικοί φορείς έχουν προειδοποιήσει πως περιοχές της Β. Μεσογείου, στις οποίες ανήκει και η Ελλάδα, κινδυνεύουν να μοιάσουν με την Ν. Μεσόγειο, δηλαδή να «αφρικανοποιηθεί» σε μεγάλο βαθμό το περιβάλλον και το κλίμα τους, μέσα από μια διαρκή ερημοποίηση σημαντικών εκτάσεων, άνοδο των θερμοκρασιών, αύξηση της ξηρασίας και μείωση δασών και αποθεμάτων γλυκού νερού. Κι αυτά όλα αναφέρονταν ήδη πριν αρχίσουν να γίνονται εμφανείς οι συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Ο κ. Λέκκας ερωτάται πόσο ρεαλιστικά κι ανησυχητικά είναι αυτά τα σενάρια.
Η φετινή χρονιά ξεκίνησε, επίσης, με μια από τις χειρότερες ξηρασίες για τουλάχιστον το 1/4 της επιφάνειας της Ευρώπης. Οι ειδικοί υδρολόγοι/μετεωρολόγοι σημειώνουν πως ουσιαστικά πρόκειται για τη συνέχεια ενός φαινομένου που διαρκεί από το 2018. Το συσχετίζουν δε με την κλιματική αλλαγή, δίνοντας έμφαση σε τρεις παράγοντες: -στην αυξημένη εξάτμιση των επιφανειακών υδάτων των λιμνών και ποταμών λόγω υψηλών θερμοκρασιών – στη μεγαλύτερη «μετεωρολογική ακινησία» που δημιουργείται για πολλές μέρες για συστήματα που είτε προκαλούν παρατεταμένο διάστημα ξηρασίας, είτε και το αντίθετο, δηλαδή επαναλαμβανόμενες βροχοπτώσεις – στη μεγάλη μείωση του χιονιού και των παγετών στα ψηλά βουνά, που όταν λιώνουν γίνονται οι κύριοι τροφοδότες των υδατικών πόρων.
Όπως και να έχει, η κατάσταση ξηρασίας τους προηγούμενους μήνες ήταν ήδη πολύ σοβαρή σε μεγάλες περιοχές της Ισπανίας, Γαλλίας και Ιταλίας, με ήδη συνέπειες στην αγροτική παραγωγή και κοινωνικές αναταραχές (π.χ. στη γαλλική επαρχία οι κινητοποιήσεις, πέραν των αντιδράσεων για την συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση είχαν να κάνουν και με το νερό), ενώ αναμένονται ελλείψεις για τη γεωργία, τη βιομηχανία, αλλά και τις πόλεις το καλοκαίρι. Όλα αυτά αναγκάζουν τουλάχιστον τα πιο οργανωμένα κράτη να αρχίσουν να εκπονούν πιο σοβαρά στρατηγικά σχέδια διαχείρισης του νερού για τα χρόνια που έρχονται και τα οποία δεν είναι πάντα δημοφιλή, γιατί αγγίζουν συμφέροντα, αλλά και συνήθειες.
Οι επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης
Στην χώρα μας πρόσφατα υπήρξε μια έντονη συζήτηση και κινητοποίηση για το κατά πόσο το νερό πρέπει να παραμείνει δημόσιο αγαθό. Τελικά έδειξαν να συμφωνούν σ’ αυτό σχεδόν οι πάντες. Όμως δεν ακούστηκαν, ούτε προτάθηκαν κάποια σχέδια εθνικής πολιτικής για το νερό. Επιπλέον, η διατήρηση του νερού ως δημοσίου αγαθού δεν σημαίνει απαραιτήτως πως πρέπει να είναι σχεδόν δωρεάν για τη γεωργία, σε πολύ χαμηλές τιμές για τη βιομηχανία, αλλά και ιδιαίτερα φτηνό και για την οικιακή χρήση, μια και όλα αυτά εντείνουν τη σπατάλη του. Επίσης, ο κ. Λέκκας έχει μιλήσει για τα προβλήματα που θα υπάρξουν ειδικά σε ορισμένα νησιά, με την υπεραντλίευση του υδροφόρου ορίζοντα για τουριστικούς λόγους, πισίνες κλπ, και η οποία θα φέρει βαθύτερα μέσα στο υπέδαφός τους το θαλασσινό νερό, με μόνιμη καταστροφή των υπόγειων αποθεμάτων τους σε γλυκό νερό.
Επιπλέον, πρόσφατη μελέτη της ΤτΕ, έρχεται να υπολογίσει τις επιπτώσεις για το περιβάλλον, αλλά και την υγεία μας, από την πρόσφατη ενεργειακή κρίση. Στην έκθεση σημειώνεται πως από το φθινόπωρο του ’21 που παρουσιάζεται διεθνώς η νέα ενεργειακή κρίση λόγω ανάκαμψης της οικονομίας μετά την πανδημία, τρόπου λειτουργίας της αγοράς ενέργειας και εν συνεχεία συνεπειών του πολέμου στην Ουκρανία, έχουν δημιουργηθεί καταστάσεις που θέτουν εν αμφιβόλω τις προσπάθειες ανάσχεσης της κλιματικής κρίσης: άρχισε ξανά να χρησιμοποιείται ο λιγνίτης, πολλοί κάτοικοι πόλεων καίνε ξύλα για να ζεσταθούν χειροτερεύοντας την ήδη βεβαρημένη ατμόσφαιρα (οι μετρήσεις στην Αθήνα και άλλες ελληνικές πόλεις δείχνουν μεγάλη αύξηση των μικροσωματιδίων από καύσεις ειδικά τις νυχτερινές ώρες), τα κράτη ανέχονται αύξηση της νόμιμης και παράνομης υλοτόμησης των δασών, με αποτέλεσμα την περαιτέρω συρρίκνωση των δασικών οικοσυστημάτων που χρειάζονται για την δέσμευση του CO2.
Επίσης, η απόφαση απεξάρτησης από το φυσικό αέριο της Ρωσίας οδηγεί στη δημιουργία υποδομών για χρήση LNG, που είναι απίθανο να εγκαταλειφθούν σαν επενδύσεις μέσα σε σύντομο διάστημα, προκειμένου να υπάρξει μεγαλύτερη στροφή στις ΑΠΕ. Οι εξελίξεις αυτές έρχονται να προστεθούν σε μια πορεία μετά τις Συμφωνίες του Παρισιού το 2015 για την Κλιματική Κρίση, που περιέχει αναβολές, αναποφασιστικότητα, υποχωρήσεις στις βιομηχανίες, τους οικονομικούς κλάδους και τις χώρες που ευθύνονται για τις μεγάλες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, αλλά και μεθανίου. Ετσι, αν εκτιμάται πως ήμασταν ήδη καθυστερημένοι για το στόχο του περιορισμού της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της Γης στον +1.5 βαθμό σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, τώρα αυτό το όριο ήδη μετακινείται προς τα πάνω με ό,τι επιπτώσεις μπορεί να σημαίνει.
Τέλος, ακόμη κι αν μακροπρόθεσμα οι στόχοι για την ανάσχεση της κλιματικής αλλαγής εφαρμοστούν, μεσοβραχυπρόθεσμα το πλέον πιθανό είναι πως θα αντιμετωπίζουμε ολοένα και περισσότερες φυσικές καταστροφές, οφειλόμενες σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Επομένως τίθεται ζήτημα άμεσης λήψης μέτρων εκ μέρους των δημόσιων αρχών, αλλά και σε προσωπικό επίπεδο.