«Έχουμε ακραία γεγονότα με τέτοια συχνότητα που δεν μπορούμε πια να τα παρακολουθήσουμε», δηλώνει στο Act For Earth του CNN Greece, o καθηγητής Διαχείρισης Καταστροφών στο ΕΚΠΑ και πρόεδρος του ΟΑΣΠ, Ευθύμιος Λέκκας, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής, που εορτάζεται σήμερα, 25 Σεπτεμβρίου. Ο ίδιος προσθέτει πως «η κλιματική κρίση περιμέναμε να αρχίσει από το 2050 και μετά. Όμως, έχει ήδη ξεκινήσει και χαρακτηρίζεται καύσωνες, φωτιές, πλημμύρες και πάλι καύσωνες».
Ο καθηγητής μίλησε για την κλιματική κρίση και τις επιπτώσεις της σε παγκόσμιο επίπεδο, με αφορμή την Η χώρα μας και ιδίως τα νησιά είναι hot spot όχι μόνο της Μεσογείου αλλά και όλης της Ευρώπη
Για τον ίδιο η πρόληψη αποτελεί «το 70% της αντιμετώπισης των επικίνδυνων και ακραίων φαινομένων ενώ μόλις το 30% μας επιτρέπετε να δράσουμε και να είμαστε αποτελεσματικοί την ώρα του φαινομένου και της αποκατάστασης», λέει ο κ. Λέκκας.
Πόσο έτοιμη είναι άραγε η Ελλάδα για να αντιμετωπίσει τα ακραία και επικίνδυνα φαινόμενα που παρατηρούμε να συμβαίνουν πια καθ΄όλη τη διάρκεια του χρόνου;
Διαβάστε περισσότερα στη συνέντευξη που παραχωρεί στο Act For Earth στο CNN Greece, ο καθηγητής κ. Ευθύμιος Λέκκας.
– Κύριε Λέκκα, τα έντονα φυσικά φαινόμενα εμφανίζονται όλο και συχνότερα, εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, ειδικά στη Μεσόγειο που θεωρείται κλιματικό hot spot. Ποιο εκτιμάτε ότι θα είναι το μέλλον της Ελλάδας άμεσα και πιο μακροπρόθεσμα;
Πριν μπούμε στην ουσία του θέματος, θα ήθελα να κάνω μία σημαντική διευκρίνιση σχετικά με την κλιματική αλλαγή και την κλιματική κρίση.
Τα τελευταία 2 εκατ. χρόνια που έχουμε πολύ σημαντικά στοιχεία για το κλίμα της Γης διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν μεγάλες αλλαγές κάθε 100.000 χρόνια, κάθε 40.000 χρόνια και κάθε 20.000 χρόνια. Αυτές οι αλλαγές γίνονται αφενός γιατί η Γη αλλάζει θέση ως προς τον ήλιο και αφετέρου επειδή ο άξονας της Γης δεν είναι σταθερός. Ως αποτέλεσμα είναι οι συστηματικές μορφοποιήσεις στην επιφάνεια της Γης και της ακτινοβολίας που πέφτει επάνω στην επιφάνειά της.
Άρα, όταν τα χρονικά διαστήματα είναι μεγάλα και εγκαθίσταται πάνω στη Γη μία συγκεκριμένη διαδικασία η οποία οδηγεί στην αλλαγή του κλίματος, τότε μιλάμε για κλιματικές αλλαγές.
Τέτοιες αλλαγές κάθε 20.000 χρόνια έχουν παρατηρηθεί σε όλη τη Γη αλλά κυρίως στην Ελλάδα. Αλλάζει η θερμοκρασία, παλινδρομεί 5 βαθμούς πάνω ή κάτω, με αποτέλεσμα όταν έχουμε μικρές θερμοκρασίες να έχουμε συσσώρευση των πάγων και υποχώρηση της επιφάνειας της θάλασσας. Γύρω στα 16.000 χρόνια από σήμερα θα μπορούσε κάποιος να πάει με τα πόδια στην Αίγινα και τον Πόρο, χωρίς να κάνει όλη αυτή τη διαδρομή γύρω γύρω.
Όμως σήμερα αυτό που παρατηρούμε δεν είναι κλιματική αλλαγή. Είναι κλιματική κρίση. Δηλαδή ένα στάδιο που πιθανότατα να μας πάει τα επόμενα χιλιάδες χρόνια σε αλλαγή, αλλά δεν είναι βέβαιο. Μετά το 2010 και όσο περνούσαν τα χρόνια, διαπιστώναμε ότι αυτή η κρίση έρχεται νωρίτερα. Και ξαφνικά, το 2017 διαπιστώσαμε ότι ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μία κλιματική κρίση. Επηρεάζει όλο τον κόσμο αλλά περισσότερο τον ελληνικό χώρο και τη Μεσόγειο.
Κι αυτό γιατί εδώ τα υδρομετεωρολογικά συστήματα, είναι περισσότερο ευαίσθητα αφού από τη μία πλευρά έχουμε την Αφρική, μία περιοχή με τελείως διαφορετικό κλίμα και συνθήκες θερμοκρασίας και όχι μόνο. Η βόρεια πλευρά της Μεσογείου είναι μία περιοχή που αντιπροσωπεύει ίσως την πιο ιδανική περιοχή σε όλη την υφήλιο.
Δηλαδή έχουμε πολύ κακή θερμοκρασία, μέγιστη θερμοκρασία, ήπιο καιρό και ανέμους, ή θερμοκρασίες που δεν μεταβάλλονται πάρα πολύ (χειμώνας – καλοκαίρι).
Συνεπώς, έχουμε δύο συστήματα εντελώς αντίθετα. Το ένα από την Αφρική, το άλλο στην Ευρώπη και στη μέση είναι η Μεσόγειος. Αυτή η περιοχή επηρεάζεται περισσότερο από τα συστήματα αυτά. Και τείνει να γίνει στη βόρεια πλευρά της Μεσογείου αυτό που έγινε και στην Αφρική. Δηλαδή να δέχεται συστηματικές πιέσεις από αυτή τη διαδικασία της κλιματικής κρίσης.
Γι΄αυτό και η Ελλάδα είναι το hot spot ουσιαστικά όχι μόνο της Μεσογείου αλλά και όλης της ηπείρου γιατί υφίσταται τις πιο μεγάλες πιέσεις. Και κυρίως ο νησιωτικός χώρος υφίσταται περισσότερο τις αντιδράσεις αυτές. Η Κρήτη, η Ρόδος, οι Κυκλάδες επηρεάζονται περισσότερο αφού είναι και πιο κοντά στην Αφρική.
Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με μία κλιματική κρίση η οποία χαρακτηρίζεται από την ταχεία εναλλαγή ακραίων γεγονότων:
Πρώτον, έχουμε ακραίες θερμοκρασίες, μεγαλύτερες περιόδους καυσώνων, ακραίες βροχοπτώσεις, ακραίες χιονοπτώσεις, ακραία πλημμυρικά φαινόμενα. Όλα αυτά εναλλάσσονται με πολύ γρήγορο ρυθμό. Πλέον βλέπουμε καύσωνα, πλημμύρα, βροχή και πάλι καύσωνα.
Αυτή είναι και η ιδιομορφία της κλιματικής κρίσης. Έχουμε ακραία γεγονότα με μία τέτοια συχνότητα που δεν μπορούμε πια να τα παρακολουθήσουμε.
Δεύτερον, εμφανίζονται πολλοί κίνδυνοι / καταστροφές μαζί. Να σας θυμίσω για παράδειγμα, την Εύβοια. Πρώτα φωτιά, μετά πλημμύρα κι αμέσως μετά πάλι φωτιά.
Έχουμε μέσα στο καλοκαίρι πλημμύρες, που παλιά δεν είχαμε. Σας υπενθυμίζω στις 18 Σεπτεμβρίου 2020 η κακοκαιρία Ιανός προκάλεσε τεράστιες καταστροφές.
Επίσης, εκείνο που χαρακτηρίζει την κλιματική κρίση είναι η κλίμακα των καταστροφών και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Η Γερμανία πριν από ένα χρόνο πλημμύρισε σε μία πολύ μεγάλη έκταση. Η Ισπανία είχε μεγάλες φωτιές. Δηλαδή έχουμε μεγάλα γεγονότα που προσβάλλουν μεγάλες περιοχές. Όλα αυτά συνθέτουν τον όρο της κλιματικής κρίσης.
– Πώς πιστεύτε ότι οφείλουν οι κοινωνίες και η πολιτεία να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα, των συχνών φυσικών καταστροφών, που διαμορφώνεται;
Πρώτα απ΄όλα πρέπει να έχουμε σαν επιταγή την απόφαση του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών (2015). Μεταξύ όλων των πραγμάτων που ερευνήθηκαν και δόθηκαν συστάσεις, η κυρίαρχη σύσταση ήταν να προσαρμοστούμε στα καιρικά φαινόμενα. Δηλαδή, να μην πάμε κόντρα στα φαινόμενα γιατί είμαστε πολύ «μικροί» για να τα αντιμετωπίσουμε, απλώς και μόνο να κάνουμε την προσαρμογή μας.
Όμως αυτό που οφείλουμε να κάνουμε σε διεθνές επίπεδο είναι:
Να ληφθούν συλλογικές πρωτοβουλίες από όλα τα κράτη για να μπορέσουμε, όλος ο πλανήτης να προχωρήσει σε δράσεις που αφορούν: τις εκπομπές του διοξειδίου, τα απορρίμματα, την ανακύκλωση την κυκλική οικονομία και τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας.
Σε επίπεδο κρατών πρέπει:
Τα κράτη πρέπει να προσαρμοστούν και να καθορίσουν πολιτικές οι οποίες να είναι πολιτικές περιορισμού των επιπτώσεων της κλιματική κρίσης δηλαδή εκπομπές, ανάπτυξη συστημάτων για παραγωγή ενέργειας φιλικά προς το περιβάλλον, τη διαχείριση των σκουπιδιών, της ενέργειας κ.α.
Και βέβαια, χρειάζεται ο κάθε πολίτης χωριστά να συνειδητοποιήσει τις συνθήκες του περιβάλλοντος που βιώνουμε. Δηλαδή χρειάζεται να διαμορφώσει ο καθένας από μόνος του μία νοοτροπία η οποία να μην επιβαρύνει το περιβάλλον, έτσι ώστε να μπορέσουμε από την πλευρά μας και όσο είναι εφικτό, να συμβάλλουμε στην προστασία του περιβάλλοντος.
– Είναι έτοιμη η Αθήνα να αντιμετωπίσει έναν νέο χιονιά, όπως αυτούς των τελευταίων δύο ετών; Είναι έτοιμη η χώρα να αντιμετωπίσει πλημμύρες ή καύσωνες; Ποια είναι η άποψή σας;
Σε επίπεδο χώρας, θα έλεγα, ότι «είμαστε περισσότερο έτοιμοι» γιατί θεωρώ αυθάδεια να λέμε «είμαστε έτοιμοι», αφού η ίδια η φύση έρχεται και σε ακυρώνει. Είμαστε όμως περισσότερο έτοιμοι γιατί έχουμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και κρίσεων, τον νόμο ο οποίος είναι σε ισχύ, επίσης έχουμε ένα καινούριο υπουργείο το οποίο είναι υπεύθυνο για την διαχείριση όλων αυτών των καταστάσεων και δρα μεταξύ άλλων και ως συντονιστικός φορέας και τέλος, είμαστε περισσότερο έτοιμοι γιατί έχουν αρχίσει πια να αντιλαμβάνονται οι επιχειρησιακοί φορείς την χρησιμότητα της επιστημονικής πληροφόρησης.
Παλαιότερα, επιστήμη, επιχειρησιακοί φορείς και πολίτες ήταν ξένοι μεταξύ τους. Τώρα άρχισε η συνεργασία μεταξύ όλων αυτών με την επιστημονική κοινότητα να δίνει πιο συγκεκριμένες πληροφορίες στους επιχειρησιακούς φορείς -και όχι μόνο επιστημονική γνώση- η οποία δεν θα μπορούσε να αξιοποιηθεί επιχειρησιακά.
Οι επιχειρησιακοί φορείς έχουν συνειδητοποιήσει ότι η έγκαιρη πληροφόρηση είναι ένα «εργαλείο» για αυτούς ώστε να προβούν σε ενέργειες και πράξεις εκεί όπου πρέπει και τέλος, οι πολίτες δηλαδή η τοπική αυτοδιοίκηση, τα σχολεία και οι περιφέρειες, να είναι περισσότερο πληροφορημένοι. Δηλαδή να μπορούν να αντιδρούν σωστά σε αυτά τα ακραία γεγονότα, καθώς έχουμε δει σε πολλές περιπτώσεις ότι δεν υπάρχει σωστή ενημέρωση. Αντιθέτως, με το σεισμό είμαστε περισσότερο ενημερωμένοι, και σε αυτό έχει παίξει κυρίαρχο ρόλο ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (Ο.Α.Σ.Π.) τα τελευταία 40 χρόνια. Για τις πλημμύρες, τις φωτιές ή τις χιονοπτώσεις, δεν είμαστε τόσο ενημερωμένοι. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει συστηματική ενημέρωση. Η αντίληψη του κινδύνου είναι πολύ μεγάλη στο σεισμό και πολύ μικρή σε όλους τους άλλους κινδύνους.
– Πέραν από τους πρωτοβουλίες που αναλαμβάνονται παγκοσμίως για την αναστροφή των συνεπειών τους κλιματικής κρίσης, πιστεύετε πως χρειάζεται αλλαγή τρόπου δράσης άμεσα; Ως αντιμετώπιση καταστροφών ή και πρόληψή τους;
Στη Θεωρία Διαχείρισης Καταστροφών και Κρίσεων, έτσι όπως εκπαιδευτικά τη μεταφέρουμε σε πάρα πολλούς μεταπτυχιακούς φοιτητές, στο πανεπιστήμιο Αθηνών, στο μεταπτυχιακό Τμήμα Διαχείρισης και Κρίσεων, έχουμε τα τρία στάδια της διαχείρισης φυσικών κινδύνων και κινδύνων γενικότερα.
Πρώτο στάδιο: Προ – καταστροφικό: Αφορά την πρόληψη, την ετοιμότητα και την ενημέρωση.
Δεύτερο στάδιο: Υπάρχει το συν – καταστροφικό που είναι η έκτακτη ανάγκη, η επέμβαση, οι δράσεις διάσωσης.
Τρίτο στάδιο: Το μετα – καταστροφικό όπου εδώ πια προσπαθούμε να επαναφέρουμε την περιοχή που έχει καταστραφεί στην αρχική της κατάσταση.
Έτσι λοιπόν ή πρόληψη, είναι για μας ένα πολύ σημαντικό στοιχείο. Έχουμε δει ότι, όταν αφιερώνουμε 1 ευρώ στην πρόληψη γλιτώνουμε στη συνέχεια 7 ευρώ από την καταστροφή. Είναι πολύ σημαντικό να δώσουμε στην πρόληψη πολύ μεγάλη βαρύτητα. Βέβαια όσο βαρύτητα και να έχουμε στην πρόληψη δεν αποκλείεται να έχουμε και καταστροφές μεγάλου επιπέδου, αλλά μέσα από την πρόληψη επιτυγχάνουμε και την ετοιμότητα και τη γνώση παρέμβασης και τέλος, την ανάκαμψη.
Συνεπώς η πρόληψη αποτελεί το 70% (δηλαδή το προ – καταστροφικό στάδιο) της όλης διαδικασίας. Και μόλις το 30% μας επιτρέπετε να δράσουμε και να είμαστε αποτελεσματικοί την ώρα του φαινομένου και στην περίπτωση της αποκατάστασης.
Ως χώρα, δεν έχουμε καταφέρει να πλησιάσουμε αυτό το 70% της πρόληψης καθώς είναι δύσκολο να το καταφέρουμε. Και πιο προηγμένες χώρες δεν το έχουν πετύχει ακόμη αυτό. Χρειάζεται μέγιστη προσπάθεια, αλλαγή νοοτροπίας από την πλευρά της πολιτείας και φυσικά διάθεση πόρων στην πρόληψη.
Το αποτέλεσμα δεν μπορεί να επιτευχθεί άμεσα αλλά με τον καιρό, αφού απαιτείται χρόνος για να λειτουργήσει σωστά όλο το σύστημα.