Το πρόβλημα του Κοσόβου παραμένει ένα από τα πιο δισεπίλυτα στην Ευρώπη. Αυτό έχει να κάνει με το πώς γύρω από το ζήτημα αυτό συμπυκνώνονται πολιτικές φορτίσεις με μεγάλο βάθος, ιστορικό και κοινωνικό, αλλά και με τη δυσκολία που υπάρχει στο να υπάρξει μια διαρκής λύση.
Η ιστορία του προβλήματος είναι λίγο-πολύ γνωστή. Αυτόνομη περιοχή της Σερβίας επί των ημερών της ενιαίας σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας το Κόσοβο είχε ένα ισχυρό αποσχιστικό κίνημα, που αντιπροσώπευε τον πλειοψηφικά αλβανικό πληθυσμό του. Από την άλλη, μέσα στη σταδιακά αποδιάρθρωση της Γιουγκοσλαβίας, για τον σερβικό εθνικισμό το Κόσοβο αποτελούσε έναν κρίσιμο εθνικό χώρο που δεν θα μπορούσε να εκχωρηθεί.
Αυτό οδήγησε στην κορύφωση του δράματος το 1999, που κατέληξε στον νατοϊκό βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, την αποχώρηση των σερβικών δυνάμεων από το Κόσοβο, την εγκατάσταση της KFOR, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ και αργότερα τη διεκδίκηση της ανεξαρτησίας από το Κόσοβο, που έγινε δεκτή από τις ΗΠΑ και αρκετές άλλες χώρες (όχι όμως το σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών) το 2008.
Ωστόσο, ακόμη και έτσι το πρόβλημα παρέμενε. Και αυτό γιατί στα βόρεια του Κοσόβου υπήρχαν περιοχές που είχαν συμπαγείς σερβικούς πληθυσμούς, που δεν δέχονταν να υπαχθούν στη διοίκηση του Κοσόβου, αλλά επεδίωκαν σχέσεις και αναφορά στη Σερβία.
Την ίδια στιγμή για την ίδια τη Σερβία ήταν πολύ δύσκολο να δεχτεί ως τετελεσμένο γεγονός την ανεξαρτησίας του Κοσόβου, ιδίως από τη στιγμή που υπήρχαν σερβικοί πληθυσμού τους οποίους ήθελε να εκπροσωπήσει. Αυτό δημιουργούσε την εστία διαρκών εντάσεων.
Την ίδια στιγμή στο ίδιο το Κόσοβο εμφανιζόταν κατά καιρούς μια μεγάλη δυσαρέσκεια για την κατάσταση στη χώρα και το γεγονός ότι η εθνική συγκρότηση έμενε ανολοκλήρωτη και η χώρα δεν ήταν πλήρως αναγνωρισμένη ως ανεξάρτητη. Αυτό έκανε τον στόχο της ανεξαρτησίας και της διεθνούς αναγνώρισης να φαντάζει ως η λύση για ένα σύνολο προβλημάτων, ιδίως εάν συνδυαζόταν και με έναν ορίζοντα ενοποίησης και με την ίδια την Αλβανία
Όμως, αυτό απαιτούσε να επιλυθεί το θέμα των περιοχών με σερβική παρουσία, που εμπλεκόταν και με το πρόβλημα της ύπαρξης αλβανικών θυλάκων εντός σερβικού εδάφους.
Προτάσεις που δεν μπορούσαν να προχωρήσουν
Σε αυτό το φόντο είχαν υπάρξει διάφορες προτάσεις για την επίλυση αυτού του θέματος μέσα από ουσιαστικά μια ανταλλαγή περιοχών, που θα απέδιδε στο Κόσοβο τις περιοχές στη Σερβία με αλβανική πλειοψηφία και στη Σερβία του αντίστοιχους θύλακες στο Κόσοβο. Όμως, αυτές οι προτάσεις προσέκρουαν στο γεγονός ότι και στις δύο χώρες υπήρχαν ισχυρές φωνές που αντιμετώπιζαν αυτές τις προτάσεις ως «προδοτικές» των εθνικών στόχων.
Όλα αυτά διαπλέκονταν και με τις πολιτικές δυναμικές που αναπτύσσονταν στο εσωτερικό και των δύο χωρών. Στη μεν Σερβία ο κυρίαρχος εδώ και χρόνια του πολιτικού σκηνικού πρόεδρος Βούτσιτς έχει επιλέξει μια εξωτερική πολιτική που προσπαθεί να κρατήσει ισορροπίες ανάμεσα στη Δύση και τη Ρωσία και ταυτόχρονα να ακολουθήσει μια πιο «ρεαλιστική» πολιτική για το Κόσοβο, αλλά όχι με όρους που να τον καθιστούν ευάλωτο σε μια εθνικιστική κριτική.
Η τακτική Κούρτι
Από την άλλη, στο Κόσοβο υπήρξαν σημαντικές πολιτικές αλλαγές τα τελευταία χρόνια και κυρίαρχος πολιτικός είναι ο Αλμπίν Κούρτι, προερχόμενος από το κόμμα Vetëvendosje (Αυτοδιάθεση) που συνδυάζει μια πιο αριστερόστροφη ρητορική με εντονότερο εθνικιστικό τόνο.
Αυτό άρχισε να αποτυπώνεται σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί ο πλήρης έλεγχος της κυβέρνησης της Πρίστινα στο σύνολο της επικράτειας του Κοσόβου, συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών που έχουν σερβική πλειοψηφία. Αυτό πήρε και τη μορφή αντιπαράθεσης για θέματα που μπορεί να φαντάζουν δευτερεύοντα, όμως στο πλαίσιο της ιστορίας της περιοχής αποκτούν άλλη βαρύτητα, όπως για παράδειγμα το εάν τα αυτοκίνητα των Σέρβων του Κοσόβου θα έχουν πινακίδες που εκδίδονται από τις σερβικές αρχές ή πινακίδες των αλβανικών αρχών του Κοσόβου, μετά τη λήξη της συμφωνίας που είχε υπογραφεί το 2011 και που επέτρεπε σερβικές πινακίδες. Το συγκεκριμένο θέμα οδήγησε σε μεγάλες εντάσεις το καλοκαίρι του 2022. Η ένταση θα επαναληφθεί και λίγο αργότερα πάλι με τη μορφή οδοφραγμάτων που έκοβαν βασικές οδικές αρτηρίες. Μάλιστα, η Σερβία υπέβαλε αίτημα στην KFOR να στείλει στρατεύματα αλλά το αίτημα απορρίφθηκε.
Λίγο μετά η Γαλλία, η Γερμανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες προσπάθησαν να πείσουν τις δύο πλευρές να αποδεχθούν μια ειρηνευτική συμφωνία, σύμφωνα με την οποία η Σερβία δεν θα αναγνώριζε την ανεξαρτησία του Κοσόβου αλλά δεν θα μπλόκαρε την προσπάθειά του να μπει σε διεθνείς οργανισμούς και σε αντάλλαγμα θα αναγνωριζόταν στους Σέρβους του Κοσόβου ένα δικαίωμα αυτοκυβέρνησης. Ωστόσο, θα υπάρξουν έντονες αντιδράσεις και στην ίδια τη Σερβία και η πρόταση θα αποσυρθεί.
Από την άλλη, ούτε οι Αλβανοί ήθελαν μια τέτοια λύση γιατί θεωρούσαν ότι αυτός ο εθνικός διαχωρισμός ανάμεσα στο αμιγώς αλβανικό τμήμα του Κοσόβου και το υπό σερβική «αυτοκυβέρνηση» θα διαμόρφωνε μια κατάσταση ανάλογη με αυτή της Βοσνίας, όπου η προσωρινή διαρρύθμιση του 1995, που περιλάμβανε τη Republica Srpska ως μια υπό σερβικό έλεγχο αυτοτελή περιοχή, εξακολουθεί να μην επιτρέπει στη Βοσνία να συγκροτηθεί ως πλήρες κράτος.
Η σύγκρουση σε σχέση με τους δημάρχους
Με την πρόταση αυτή να έχει απορριφθεί, από διαφορετικές αφετηρίες και από τις δύο πλευρές, η επόμενη στιγμή έντασης είχε να κάνει με τις δημοτικές εκλογές. Στις περιοχές με σερβική πλειοψηφία κηρύχθηκε μποϊκοτάζ των δημοτικών εκλογών που ήταν έγιναν τον Απρίλιο του 2023. Ως αποτέλεσμα και σε αυτές τις περιοχές εκλέχτηκαν Αλβανοί δημοτικοί άρχοντες.
Όταν, όμως, έφτασε η ώρα να πάνε να αναλάβουν καθήκοντα, συνάντησαν την αντίδραση των σέρβων κατοίκων των αντίστοιχων περιοχών, με αποτέλεσμα μεγάλες συγκρούσεις των Σέρβων διαδηλωτών με τις δυνάμεις της KFOR που προσπαθούσαν να προστατεύσουν τα δημαρχεία αυτών των περιοχών όπου θα εγκαθίσταντο οι νέες δημοτικές αρχές. Οι συγκρούσεις ήταν μεγάλες και σε αντίδραση η κυβέρνηση της Σερβίας ανακοίνωσε ότι τίθενται σε επιφυλακή οι σερβικές ένοπλες δυνάμεις.
Η νέα ένταση αντιμετωπίστηκε από τη διεθνή κοινότητα με εκκλήσεις και στις περιοχές για αυτοσυγκράτηση και κριτική προς την αλβανική πλευρά για τους χειρισμούς της, με εκπροσώπους των ΗΠΑ να υποστηρίζουν ότι λάθος να προχωρήσουν με αυτόν τον τρόπο στην εγκατάσταση των νέων δημάρχων.
Ωστόσο όλα αυτά δείχνουν ότι το αδιέξοδο παραμένει και η ένταση θα αναζωπυρώνεται όσο καμία πλευρά δεν δείχνει να μπορεί εύκολα να κάνει παραχωρήσεις που δεν θα θεωρηθούν εθνική προδοσία, την ώρα που το πραγματικό ρήγμα ανάμεσα στη σερβική μειονήτητα και την αλβανική πλειονότητα ολοένα και βαθαίνει.