Ποιος είναι ο λόγος που τα παιδιά στην πλειονότητά τους δε νόσησαν σοβαρά από τον κορωνοϊο; Ένα βήμα πιο κοντά στην εξήγηση αυτού του φαινομένου έρχεται νεότερη μελέτη δημοσιευμένη στο PLOS Biology, που εκπονήθηκε από ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Κουίνσλαντ της Αυστραλίας. Όπως διαπιστώνουν οι επιστήμονες, η απάντηση για την ηπιότερη νόσηση από το αρχικό στέλεχος του ιού βρίσκεται στην ανατομία της μύτης των παιδιών.
Ειδικότερα, το ρινικό επιθήλιο (η επένδυση της μύτης) των παιδιών έχει την ιδιότητα να αναστέλλει τη μόλυνση και τον πολλαπλασιασμό του αρχικού στελέχους του ιού SARS-CoV-2 και της παραλλαγής Δέλτα, όχι όμως και της παραλλαγής Omicron.
Οι ερευνητές εστίασαν στους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανθεκτικότητα των παιδικών οργανισμών απέναντι στη μόλυνση με κορωνοϊό. Προκειμένου να κατανοήσουν καλύτερα τα ηπιότερα συμπτώματα σε συνδυασμό με τον πολλαπλασιασμό του αρχικού στελέχους του ιού SARS-CoV-2, που προκαλεί τη λοίμωξη COVID-19, έλαβαν δείγματα πρωτογενών κυττάρων του ρινικού επιθηλίου από 23 υγιή παιδιά ηλικίας 2-11 ετών και 15 υγιείς ενήλικες ηλικίας 19-66 ετών που διέμεναν στην Αυστραλία.
Στη συνέχεια, τα υγιή κύτταρα εκτέθηκαν στον ιό SARS-CoV-2 και η ερευνητική ομάδα παρατήρησε την πορεία της μόλυνσης και τις αντιιικές αποκρίσεις στα παιδιά σε σύγκριση με τους ενήλικες.
Συμπέραναν ότι ο ιός SARS-CoV-2 στην αρχική του μορφή δεν πολλαπλασιάζεται το ίδιο αποτελεσματικά και επιπλέον συσχετίζεται με αυξημένη αντιιική απόκριση στα ρινικά επιθηλιακά κύτταρα των παιδιών. Αυτός ο χαμηλότερος ρυθμός αντιγραφής του ιού παρατηρήθηκε επίσης με την πιο νοσηρή παραλλαγή Δέλτα, αλλά όχι με την πιο πρόσφατη και πιο μεταδοτική παραλλαγή Omicron.
«Χρησιμοποιήσαμε ρινικά επιθηλιακά κύτταρα παιδιών και ενηλίκων για να αποδείξουμε ότι ο αρχικός ιός SARS-CoV-2 και η μετάλλαξη Δέλτα, αλλά όχι η Omicron, πολλαπλασιάζονται λιγότερο αποτελεσματικά στα ρινικά επιθηλιακά κύτταρα των παιδιών» σημειώνει η Kirsty Short, επικεφαλής συγγραφέας.
Ωστόσο, η μελέτη είχε αρκετούς περιορισμούς, όπως το μικρό μέγεθος του δείγματος. Επομένως, θα χρειαστούν περαιτέρω κλινικές μελέτες για να επικυρωθούν αυτά τα προκαταρκτικά ευρήματα σε μεγαλύτερο πληθυσμό και να προσδιοριστεί ο ρόλος άλλων παραγόντων που συμβάλλουν στην προστασία των παιδιών από τη λοίμωξη COVID-19, όπως τα αντισώματα. Τέλος, η προστασία των παιδιών από τις αναδυόμενες μεταλλάξεις δεν έχει ακόμη ποσοτικοποιηθεί.
«Σύμφωνα με τις πρώτες αυτές πειραματικές μας αποδείξεις, το ρινικό επιθήλιο των παιδιών διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη μείωση της ευαισθησίας των παιδιών στον ιό SARS-CoV-2. Τα δεδομένα μας υπογραμμίζουν τη σημασία του ρινικού επιθηλίου και ότι μπορεί να παρέχει στα παιδιά κάποιο επίπεδο προστασίας από το αρχικό στέλεχος του ιού» καταλήγουν οι συγγραφείς της έρευνας.
Πηγή: ygeiamou.gr