Αν και ο εμβολιασμός αποδεδειγμένα υψώνει ασπίδα προστασίας στα δεινότερα αποτελέσματα της λοίμωξης Covid-19, για μερικές από τις ομάδες υψηλού κινδύνου, η καλή ανοσοποίηση δε θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.
Σύμφωνα με μια νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Nature Medicine, και τα αποτελέσματα της οποίας παρουσιάζονται από τρεις ειδικούς από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, με άρθρο τους στο The Conversation, η παχυσαρκία όχι μόνο οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο σοβαρής COVID-19, αλλά συνδέεται και με ταχύτερη απώλεια ανοσίας από τα εμβόλια.
Είναι ήδη γνωστό άλλωστε, όπως επισημαίνουν και οι συγγραφείς, η Agatha A. van der Klaauw, Κλινική λέκτορας Μεταβολικής Ιατρικής, η I. Sadaf Farooqi, καθηγήτρια Μεταβολισμού και Ιατρικής και ο James E. D. Thaventhiran, Ερευνητής στη Μονάδα Τοξικολογίας MRC, ότι παρόμοια μειωμένη ανοσολογική απόκριση παρατηρείται και στην απόκριση άλλων εμβολίων, όπως για τη γρίπη, τη λύσσα και την ηπατίτιδα.
Το περιεχόμενο της μελέτης
Αρκετές είναι οι μελέτες που έχουν υποδείξει ότι μετά τον εμβολιασμό κατά του κορωνοϊού, τα επίπεδα αντισωμάτων μπορεί να είναι χαμηλότερα σε παχύσαρκα άτομα, σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό.
Νωρίτερα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι επιστήμονες που υπογράφουν το άρθρο, μαζί με άλλους συναδέλφους τους από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, επιχείρησαν να διερευνήσουν τον αντίκτυπο της παχυσαρκίας στην αποδοτικότητα του εμβολίου με την πάροδο του χρόνου.
Αξιοποιώντας στοιχεία από μια πλατφόρμα δεδομένων (EAVE II), η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, με επικεφαλής τον δρ. Aziz Sheikh, εξέτασε δεδομένα υγειονομικής περίθαλψης σε πραγματικό χρόνο για 5,4 εκατομμύρια άτομα σε ολόκληρη τη Σκωτία. Συγκεκριμένα, εξέτασαν τις νοσηλείες και τους θανάτους από τη λοίμωξη COVID-19 μεταξύ 3,5 εκατομμυρίων ενηλίκων που είχαν λάβει δύο δόσεις εμβολίου (είτε της Pfizer είτε της AstraZeneca).
Συμπέραναν ότι τα άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία, δηλαδή με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ) άνω του 40, είχαν 76% αυξημένο κίνδυνο νοσηλείας και θανάτου ακόμη και μετά τον εμβολιασμό, σε σύγκριση με τα άτομα με ΔΜΣ στο φυσιολογικό εύρος. Ο κίνδυνος ήταν επίσης μέτρια αυξημένος σε άτομα που ήταν παχύσαρκα (ΔΜΣ μεταξύ 30 και 40) και σε άτομα που ήταν λιποβαρή (ΔΜΣ κάτω από 18,5).
Επιπλέον, ο κίνδυνος σοβαρής νόσησης από επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις μετά τη δεύτερη δόση του εμβολίου ξεκίνησε να αυξάνεται ταχύτερα σε άτομα με νοσογόνο παχυσαρκία (από περίπου δέκα εβδομάδες μετά τον εμβολιασμό) και σε άτομα στο εύρος της παχυσαρκίας (από περίπου 15 εβδομάδες), σε σύγκριση με άτομα φυσιολογικού βάρους (από περίπου 20 εβδομάδες και μετά).
Σε μια πιο ενδελεχή διερεύνηση της ανοσολογικής απόκρισης μετά από μια τρίτη δόση σε 28 νοσογόνα παχύσαρκα άτομα και συγκρίνοντας τα αποτελέσματα με αυτά ατόμων με φυσιολογικό βάρος, διαπίστωσαν ότι αν και τα επίπεδα των αντισωμάτων ήταν παρόμοια για τις δύο ομάδες, η ικανότητα εξουδετέρωσης των αντισωμάτων ήταν μειωμένη μεταξύ των ατόμων με νοσογόνο παχυσαρκία -55% έναντι 12%.
Αυτό ενδεχομένως να σημαίνει ότι τα εμβόλια προκαλούν χαμηλότερης ποιότητας αντισώματα στα παχύσαρκα άτομα, καθώς ενδέχεται τα αντισώματα να μην είναι σε θέση να δεσμεύσουν τον ιό με την ίδια ισχύ.
Παρόλα αυτά, η λειτουργία των αντισωμάτων στα παχύσαρκα άτομα αποκαταστάθηκε στο ίδιο επίπεδο με εκείνο των ατόμων με φυσιολογικό βάρος, μετά και τη χορήγηση της τρίτης δόσης. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, τα επίπεδα των αντισωμάτων και η αποτελεσματικότητά τους μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου.
Εν τέλει, η μελέτη φωτίζει τη σημασία των ενισχυτικών δόσεων, αλλά και την ανάγκη για πιο στοχευμένες παρεμβάσεις, με στόχο την προστασία των παχύσαρκων ατόμων από τη σοβαρή λοίμωξη COVID-19.