Την πιθανότητα ανάγκης προσέλευσης των πολιτών για δύο ή τρεις δόσεις εμβολίου κατά του κορωνοϊού τον χρόνο επισημαίνει έρευνα που στηρίζεται στα στοιχεία της Υπηρεσίας Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου.
Η Αυστραλία σκέφτεται ιδιαίτερα να επιβάλλει το συγκεκριμένο μέτρο, προκειμένου να διατηρήσει την άμυνα των πολιτών ενάντια στον ιό, εάν πράγματι τα στοιχεία για την αποτελεσματικότητα των ενισχυτικών εμβολίων αποδειχθούν χρήσιμος οδηγός.
Όπως αναφέρει ο Guardian, τα εβδομαδιαία στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από την Υπηρεσία Ασφάλειας Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου δείχνουν ότι η αποτελεσματικότητα των ενισχυτικών δόσεων τόσο της Pfizer όσο και της Moderna έναντι της συμπτωματικής νόσου είναι χαμηλότερη για τη μετάλλαξη Omicron έναντι της Moderna σε όλες τις περιόδους μετά την έγχυση.
Οι αναλυτές εξέτασαν 147.597 κρούσματα με μετάλλαξη Δέλτα και 68.489 κρούσματα με τη μετάλλαξη Omicron στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η Υπηρεσία επισημαίνει ότι τα αποτελέσματα θα πρέπει να ερμηνευτούν με προσοχή, λόγω των χαμηλών μετρήσεων και πιθανών μεροληψιών που σχετίζονται με τους πληθυσμούς που έχουν μεγαλύτερη έκθεση στην Omicron, συμπεριλαμβανομένων των ταξιδιωτών και των στενών επαφών τους.
Αποτελεσματικότερη η ενισχυτική δόση στη μετάλλαξη Δέλτα
Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι ενισχυτικές δόσεις των εμβολίων της Pfizer και της Moderna είχαν 90% αποτελεσματικότητα έναντι της συμπτωματικής νόσου έναντι της παραλλαγής Δέλτα, η οποία διαρκούσε έως και τουλάχιστον εννέα εβδομάδες.
Αντίθετα, η αποτελεσματικότητα έναντι της Omicron ήταν χαμηλότερη κατά περίπου 30% και έδειξε να μειώνεται μετά από εννέα εβδομάδες.
Το Ισραήλ ήδη έχει αρχίσει να χορηγεί μια δεύτερη αναμνηστική δόση ενώ τουλάχιστον ένα ιατρικό κέντρο των ΗΠΑ εξετάζει το ενδεχόμενο να συστήσει στο προσωπικό μια δεύτερη αναμνηστική δόση.
Αυστραλοί εμπειρογνώμονες επισημαίνουν ότι θα χρειαστούν αποτελέσματα πέραν του συνόλου δεδομένων των 12 εβδομάδων, προκειμένου να υπάρχει πιο ξεκάθαρη και σε βάθος χρόνου εικόνα.
«Μπορεί να χρειαστούν δύο ή τρεις ενισχυτικές δόσεις τον χρόνο»
Ο Jaya Dantas, καθηγητής διεθνούς υγείας στο Πανεπιστήμιο Curtin σχολίασε ότι είναι νωρίς για την κατανόηση της αποτελεσματικότητας των εμβολιασμών αλλά «φαίνεται ότι μπορεί να υπάρχει ανάγκη για τακτικές ενισχυτικές δόσεις». «Μπορεί να χρειαστείτε ενισχυτικές δόσεις, δύο ή τρεις τον χρόνο» δήλωσε, προσθέτοντας ότι οι ηλικιωμένοι είναι πιο πιθανό για τριπλή δόση ετησίως.
Μέχρι στιγμής έχουν εμφανιστεί 11 παραλλαγές του κορωνοϊού, με τη Δέλτα και τώρα την Omicron να είναι οι πλέον μεταδοτικές. Δέκα από αυτά τα στελέχη εντοπίστηκαν σε αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη.
Η ανισότητα στα εμβόλια αναμένεται να διευρυνθεί
«Έχουμε ανισότητα στην πρόσβαση στα εμβόλια» είπε ο καθηγητής, που εκτίμησε ότι το χάσμα πιθανόν θα διευρυνθεί, αφού η ζήτηση σε πλουσιότερα κράτη αυξάνεται. Άλλωστε, πρόσθεσε, περιοχές της Αφρικής δεν είχαν ούτε μία δόση ή είχαν πολύ χαμηλά επίπεδα πρώτης δόσης.
Την ίδια ώρα, ο Michael Lydeamore, που ασχολείται με τη μοντελοποίηση μολυσματικών ασθενειών στο Πανεπιστήμιο Monash, ανέφερε ότι είναι καθησυχαστικό το γεγονός ότι η μελέτη δείχνει ότι και το εμβόλιο της AstraZeneca και της Pfizer και της Moderna, ως σκεύασμα για το βασικό εμβολιαστικό σχήμα, παρέχει την ίδια προστασία, όταν γίνεται η ενισχυτική δόση με Pfizer ή Moderna.
Μέχρι την Πέμπτη, μόλις 8,3% του συνολικού πληθυσμού της Αυστραλίας – ήτοι λίγο περισσότερα από 2 εκατομμύρια πολίτες- είχαν κάνει την ενισχυτική δόση. Την περασμένη εβδομάδα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε τη μείωση του χρονικού διαστήματος μεταξύ δεύτερης και αναμνηστικής δόσης από πέντε σε τέσσερις μήνες από τις 4 Ιανουαρίου και από τις 31 Ιανουαρίου στους τρεις μήνες. Η απόφαση σημαίνει ότι τις επόμενες εβδομάδες, εκατομμύρια πολίτες θα έχουν το δικαίωμα να προχωρήσουν στην τρίτη δόση.
Πηγή: protothema.gr