Ο όρος κνίδωση προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «κνίδη» που σημαίνει τσουκνίδα, ακριβώς επειδή η επαφή της τσουκνίδας με το δέρμα προκαλεί ερεθισμό, με κνησμό (φαγούρα) και ερυθρότητα, όπως συμβαίνει και στην κνίδωση.
Η κνίδωση είναι πολύ συνηθισμένη δερματική πάθηση και προσβάλλει άτομα κάθε ηλικίας. Διεθνείς μελέτες έχουν δείξει ότι ποσοστό 15-25% του γενικού πληθυσμού την εκδηλώνει κάποια στιγμή στη ζωή του, με τη συντριπτική πλειονότητα να έχουν την οξεία μορφή, η οποία υποχωρεί μέσα σε 6 εβδομάδες (συχνά μέσα σε λίγες μέρες).
-50% των ασθενών θα έχουν συμπτώματα από 24 ώρες ως έξι εβδομάδες
-25-35% των ασθενών θα έχουν συμπτώματα μέχρι έξι μήνες
-10-15% των ασθενών θα έχουν συμπτώματα μέχρι και 10 χρόνια με εξάρσεις και υφέσεις
Η πρόγνωση όλων των μορφών είναι καλή, με εξαίρεση το κληρονομικό αγγειοοίδημα, που μπορεί να είναι θανατηφόρο αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα.
Οξεία ή χρόνια υποτροπιάζουσα οιδηματώδης και φλεγμονώδης κατάσταση τουδέρματος, παρατηρείται στο 20% τωνπαιδιών και των ενηλίκων. Χαρακτηρίζεται απόπαροδικές,κνησμώδεις, ερυθρού χρώματος,περίγραπτες διογκώσεις του δέρματος και των βλεννογόνων (πομφούς), ως αποτέλεσμα της απελευθέρωσης ισταμίνης και άλλων αγγειοδιασταλτικών ουσιών από τα μαστοκύτταρα. Οι βλάβες εμφανίζονται ξαφνικά και εξαφανίζονται σε λιγότερο από 24 ώρες.
Το εξάνθημα αυτό είναι η κνίδωση ή αλλιώς οι «καντήλες», όπως το αποκαλούν πολλοί ασθενείς.
Αιτιολογία
Αν και οι περισσότεροι νομίζουν ότι οφείλεται σε αλλεργική αντίδραση, η αιτία της είναι συχνά άγνωστη και παρότι συνήθως υποχωρεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, υπάρχουν και περιπτώσεις όπου επιμένει επί μήνες ή χρόνια και άλλες όπου εμφανίζεται με εξάρσεις και υφέσεις.
Σε ποσοστό μεγαλύτερο του 80%, η αιτία εμφάνισης των εξανθημάτων παραμένει άγνωστη και χαρακτηρίζεται ως ιδιοπαθής κνίδωση.
Διάγνωση
Η Κλινική Εικόνα του ασθενους και η λήψη λεπτομερούς ιστορικού, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής λήψης φαρμάκων, είναι βασική για τη διάγνωση. Η κνίδωση από φυσικά αίτια διαπιστώνεται με την κατάλληλη δοκιμασία πρόκλησης.
Η κνίδωση συχνά, σε ένα ποσοστό συνοδεύεται από αγγειοίδημα.
Θεραπεία
Σημαντική είναι η αποφυγή επαφής με τον εκλυτικό παράγοντα και η υποστηρικτική αγωγή για διατήρηση ανοιχτών αεραγωγών κατά τη διάρκεια του επεισοδίου.
Τα αντιϊσταμινικά και συστηματικά κορτικοειδή είναι κατεξοχήν οι παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τον έλεγχο της κατάστασης.
Ο δερματολόγος ιατρός μπορεί να χορηγήσει κατ’ αρχάς αντισταμινικά φάρμακα και σπανιότερα κορτικοειδή (κορτιζόνη). Μπορεί να χρειασθούν δοκιμές αρκετών αντισταμινικών και δοσολογικών σχημάτων έως ότου βρεθεί κάποιο που να ανακουφίζει τα συμπτώματα του ασθενούς. Οι ασθενείς που λαμβάνουν παλαιού τύπου αντισταμινικά πρέπει να είναι προσεκτικοί διότι μπορεί να προκαλέσουν υπνηλία.
Σε περίπτωση αναφυλαξίας απαιτείται χρήση αδρεναλίνης.
Εάν οι ασθενείς με χρόνια κνίδωση δεν ανταποκρίνονται ούτε στις πιο ψηλές δόσεις αντισταμινικών (όπως συμβαίνει σε αρκετούς ασθενείς) και η δερματοπάθειά τους δεν οφείλεται σε εξωτερικό αίτιο (έχουν δηλαδή χρόνια αυθόρμητη κνίδωση), στην αγωγή τους μπορεί να προστεθούν άλλα φάρμακα, όπως αντιλευκοτριενικά (π.χ. μοντελουκάστη), Η2 αντισταμινικά, ανοσοτροποιητικοί παράγοντες (π.χ. κυκλοσπορίνη) ή ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που λέγεται ομαλιζουμάμπη.